Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ΘΑ ΠΑΡΩ ΕΝΑΝ ΠΥΡΑΥΛΟ ΚΑΙ ΘΑ ΦΥΓΩ

Με λένε Γιάννη και είμαι εννιά χρονών. Έφτιαξα ένα πύραυλο χτες, από παλιά μπουκάλια κόκα-κόλα, θα τον καβαλήσω, θα βάλω φωτιά στην ουρά του και θα φύγω μακριά. Πολύ μακριά! Τ’ ακούτε; Πολύ μακριά! Δε θέλω να βλέπω κανέναν! Βαρέθηκα πια! Και μη μου πείτε ότι είμαι πολύ μικρός και δεν μπορώ να μιλάω έτσι γιατί θα σας βγάλω και τη γλώσσα μου την ώρα που θα ταξιδεύω πάνω στον πύραυλό μου. Και μετά θα μου λέτε ότι είμαι και αγενής εκτός από ενοχλητικός και διακόπτης.
Έτσι με λέει η μαμά μου: Διακόπτη. Γιατί την διακόπτω συνέχεια όπως μου λέει. Έτσι λέει και στη φίλη της την κυρία Νάνσυ όταν καθώς μιλάει στο τηλέφωνο μαζί της πάω να τη ρωτήσω κάτι που δεν κατάλαβα καθώς διαβάζω τα μαθήματά μου.
-Όχι τώρα Γιάννη. Σε λίγο παιδί μου! Μιλάω στο τηλέφωνο δε βλέπεις;
Και γυρνώντας στη φίλη της
-Αυτό το παιδί βρε Νάνσυ μου πια! Γεννημένος διακόπτης! Δε θα μας αφήσει να σταυρώσουμε κουβέντα πάλι.
Εγώ βέβαια, την περιμένω στη γωνία και μόλις κλείσει το τηλέφωνο τρέχω να τη ρωτήσω τι σημαίνει η λέξη «εκνευρίζομαι», πολύ μπερδεμένη μου φαίνεται αυτή η λέξη. Η μαμά μου πολύ τη χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη. Συνέχεια! Κάθε μέρα! Όλη μέρα!
Όταν έρχεται να με πάρει από το σχολείο είναι εκνευρισμένη και μουρμουρίζει κάτι παράξενες λέξεις που δεν καταλαβαίνω, όταν μπαίνουμε στο σπίτι και πετάει την τσάντα μου στην καρέκλα, εκνευρισμένη είναι και όταν της φωνάζω «μαμάαααααα θα μου σπάσεις τις μπογιές, τι κάνεις» μου φωνάζει κι αυτή και μου λέει να μην την εκνευρίζω παραπάνω.
Μετά, όταν έρχεται και ο μπαμπάς στο σπίτι εκνευρισμένος είναι κι αυτός κάτι του έκαναν στη δουλειά πάλι, ένας καινούριος διευθυντής έχει έρθει στο γραφείο, σα δάσκαλος πρέπει να είναι αυτός, γιατί λέει στον μπαμπά μου και στους συ-να-δέλ-φους του τι να κάνουν, πώς να το κάνουν, πώς θα μαζεύουν τα χαρτιά τους, πώς θα μιλάνε, πώς θα ντύνονται και ο πατέρας μου πολύ εκνευρίζεται λέει με αυτόν τον διευθυντή, γιατί όλο του βάζει τρικλοποδιές για να κάνει λάθη γιατί θέλει να τον απολύσει. Έτσι λέει ο μπαμπάς μου.
Τι θα πει α-πο-λύ-σει; Δεν ξέρω. Εγώ ρωτάω αλλά κανείς δεν μου απαντάει. Εγώ όλο ρωτάω και κανένας δε μου δίνει απαντήσεις. Ο μπαμπάς και η μαμά είναι συνεχώς απασχολημένοι, βέβαια εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί ποτέ δεν μπορούν να μου μιλήσουν. Καταλαβαίνω ότι η μαμά μου πρέπει να μαγειρέψει, να βάλει πλυντήρια, να σκουπίσει και να απλώσει τα ρούχα να στεγνώσουν αλλά με το στόμα απλώνει τα ρούχα και πάντα με διώχνει και με στέλνει στην τηλεόραση ή στο πλεϊστέισον όταν θέλω να πούμε καμιά κουβέντα; Δεν απλώνει με το στόμα! Ε;
Κι ο μπαμπάς μου; Γιατί δεν μου μιλάει ο μπαμπάς μου; Γιατί προτιμάει την παρέα των φίλων του στην οθόνη του υπολογιστή του; Μιλάνε για ποδόσφαιρο και το «πάμε στοίχημα» και χαίρεται. Τελικά ο μπαμπάς μουέπρεπε να παντρευτεί την οθόνη! Πιο πολύ με αυτήν κάνει παρέα παρά με τη μαμά μου και μένα. Όποτε είναι στο σπίτι έχει ανοιχτό το ίντερνετ ή βλέπει ποδόσφαιρο στην τηλεόραση ή το Λαζόπουλο. Έναν παράξενο που λέει κάτι παλιά χαζοανέκδοτα και χασκογελάνε μαζί του. Αυτός ο Λαζόπουλος είναι το μόνο που ενώνει τους γονείς μου. Κάθονται και οι δύο στον ίδιο καναπέ μπροστά στην τηλεόραση με ανοιχτό το στόμα και πού και πού λένε κάτι παράξενα γελώντας και σκουντώντας πονηρήδικα ο ένας τον άλλο.
Εμένα αυτός ο κύριος δεν μου αρέσει. Καθόλου δεν μου αρέσει! Αυτός ο κύριος όλο για πριτσάκια λέει. Ντροπή πια! Πού το βρίσκουν το αστείο; Εμένα η μαμά μου μού έχει πει να τα λέω πριτσάκια! Κι εγώ έτσι τα λέω και με κοροϊδεύουν όλα τα παιδιά στο σχολείο που τα λένε κλανιές (κα-νο-νι-κά δηλαδή) και κάνουν και τους θορύβους με το στόμα τους. Μαγκιά βλέπεις! Όμως αυτός οΛαζόπουλος τα λέει αλλιώς, τα λέει κα-νο-νι-κά, όπως δεν πρέπει εγώ να τα λέω. Και γελάνε πολύ με αυτά τα κα-νο-νι-κά, οι γονείς μου. Ε πια! Δεν τους καταλαβαίνω τους μεγάλους! Εμένα μου λένε ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι αν μου ξεφύγει καμιά και αυτοί να γελάνε με αυτόν που όλο λέει για τέτοια! Δεν τους καταλαβαίνω καθόλου τους μεγάλους!
Ο μπαμπάς μου λοιπόν, θα έπρεπε να παντρευτεί την οθόνη! Ή την τηλεόραση! Βέβαια, θα μπορούσε να παντρευτεί και καμιά μπάλα. Το ίδιο κάνει. Και η μαμά μου στρογγυλή σα μπάλα είναι αλλά ποτέ δε θα το πω σε κανένα άλλον γιατί ξέρω ότι θα θυμώσει. Και με τη ζυγαριά της θυμώνει και συνέχεια τη βρίζει και της λέει ότι είναι χαλασμένη και ότι θα την πετάξει και θα πάρει μια καινούρια, ηλεκτρονική!
Δε θέλω να θυμώσω τη μαμά μου. Όταν θυμώνει φωνάζει πολύ, πιο πολύ και απ’ όταν εκ-νευ-ρί-ζε-ται! Πολύ φοβάμαι όταν φωνάζει. Έρχεται από πάνω μου και πολύ με τρομάζει έτσι στρογγυλή και μεγάλη που είναι, μερικές φορές με φτύνει κιόλας γιατί ανοίγει το στόμα της τόσο πολύ! Τεράστιο το κάνει το στόμα της! Κι εγώ φοβάμαι ότι αν έρθει πιο κοντά μου μπορεί και να με καταπιεί σαν το ψάρι που κατάπιε εκείνο τον καημένο. Πώς τον λέγανε να δεις! Στα Θρησκευτικά το μάθαμε νομίζω αλλά δε θυμάμαι τ’ όνομά του.
Δεν είμαι καλός μαθητής βλέπετε. Έχω πρόβλημα συγ-κέ-ντρω-σης. Έτσι άκουσα να λένε στο σχολείο οι δασκάλες μου. Άλλη παράξενη λέξη κι αυτή: συγ-κέ-ντρω-ση. Δυσκολεύομαι και να την πω. Κι άλλα δυσκολεύομαι να πω… Όταν μου φωνάζουν δεν μπορώ να μιλήσω καθαρά, μασάω τα λόγια μου και τα καταπίνω. Είναι σα να φοβούνται κι αυτά να βγουν στον αέρα. Χαζά είναι; Γιατί να βγουν; Αφού φοβούνται σου λέω, δεν ακούς; Ακούς αλλά δε θέλεις να καταλάβεις μάλλον.
Και η μαμά μου δε θέλει να καταλάβει. Δεν καταλαβαίνει ότι όταν μου φωνάζει εγώ δεν μπορώ να της μιλήσω γιατί τρομάζω. Θέλω να της πω ότι δε βγαίνουν οι λέξεις. Δεν βγαί-νουν! Γιατί ποτέ δε με ρωτάει ήρεμα, μπας και καταφέρω και της εξηγήσω; Αλλά η μαμά μου προτιμάει να με ρωτά γιατί πάλι δεν έγραψα το μάθημα σωστά, γιατί την έκανα ρεζίλι στο σχολείο και γιατί έκανα μουτζούρες στο τετράδιο. Ξέρω γω γιατί έκανα μουτζούρες στο τετράδιο; Τι είμαι εγώ; Εργοστάσιο που φτιάχνει γόμες; Αν ήμουν θα της εξηγούσα γιατί η γόμα δεν δουλεύει σωστά, ποιο λάθος έγινε στη φόρμουλα, ποιον ερευνητή να α-πο-λύ-σει. Αλλά δεν είμαι. Και δεν μπορώ να της πω.
Το μόνο που μπορώ να της πω είναι ότι θέλω να με χαϊδέψει. Άραγε μπορεί να σταματήσει τις φωνές και να με χαϊδέψει;  Έτσι ξαφνικά! Να σταματήσει τις φωνές σα να της έκλεισε το στόμα το μαγικό χέρι του Χάρυ Πότερ και να σταματήσει να φωνάζει! Αλλά δεν σταματάει! Όλο φωνάζει και στριγγλίζει! Και μου ρίχνει και κάνα φούσκο να μου δείξει εμένα, να με κάνει άνθρωπο.
Κι όμως η κυρία Βασιλική, η κυρία η καλή ντε, που πηγαίνουμε μια φορά την εβδομάδα και της μιλάμε; Αυτή! Αυτή η καλή κυρία έχει πει στη μαμά μου ότι δεν πρέπει να α-σκεί σω-μα-τι-κή βί-α γιατί δεν είναι αυτή μέθοδος δια-παι-δα-γώ-γη-σης. Αλλά όλο και της ξεφεύγει καμιά της μαμάς μου, πού και πού! Και τσούζει! Πολύ τσούζει!!! Και το μετά πονάει ακόμα πιο πολύ!
Γιατί μετά φεύγει η μαμά από το δωμάτιο και πάει στο σαλόνι και βρίσκει τον μπαμπά και τσακώνεται μαζί του γιατί λέει είναι αδιάφορος και δεν ασχολείται με τον γιο του και τη γυναίκα του, μόνο με το ποδόσφαιρο ασχολείται λέει και την τηλεόραση. Και του φωνάζει μετά ότι είναι γαϊδούρι, ότι τα καλύτερά της χρόνια του έδωσε αυτή αλλά αυτός είν’ αναίσθητος και δεν ενδιαφέρεται για τίποτα παρά μόνο για την καλοπέραση και την ησυχία του. Μεταξύ μας δεν έχει και πολύ άδικο αλλά δεν είναι αυτός λόγος να ξε-σπά πάνω μου τον εκ-νευ-ρι-σμό της. Ε; Δίκιο δεν έχω; Εκείνη είναι που μου λέει ότι οι άλλοι δεν είναι οι α-πο-δέ-κτες των προβλημάτων των δικών μας και μετά μου ρίχνει τα χαστούκια το ένα μετά το άλλο; Είναι σωστό αυτό;
Η μαμά μου μοιάζει με τη δασκάλα μου. Και η μαμά μου όπως και η δασκάλα μου είναι δάσκαλοι που διδάσκουν αλλά λόγο δεν κρατάνε.  Μια πα-ροι-μί-α το λέει αυτό αλλά δε θυμάμαι ποια ακριβώς. Είπαμε! Δεν είμαι καλός μαθητής.
Κάθε μέρα το λέει η δασκάλα μου στην τάξη, ε, το έμαθα πια κι εγώ και όλα τα παιδιά της τάξης. Όλο το σχολείο έχει μάθει πια ότι δεν είμαι καλός μαθητής και έχω πρόβλημα συγ-κέ-ντρω-σης. Βλέπεις η μαμά μου και η δασκάλα μου δεν τα πάνε και πολύ καλά και όταν τσακώνονται, σχεδόν κάθε φορά που έχουμε συγκέντρωση γονέων τσακώνονται, τις ακούει όλο το σχολείο. Η δασκάλα μου κατηγορεί τη μαμά μου ότι δεν με φροντίζει όπως θα έπρεπε και δεν με επιβλέπει στο σπίτι, η μαμά μου ουρλιάζει στη δασκάλα μου ότι είναι δική της δουλειά αυτή και ότι την πληρώνει για να μου μάθει γράμματα, η δασκάλα μου ξανακατηγορεί τη μαμά μου ότι θα έπρεπε να πηγαίνω σε άλλου τύ-που σχολείο και κακώς έκανε το σχολείο που με δέχτηκε, η μαμά μου φωνάζει ότι θα την πάει στην ε-πι-θε-ώ-ρη-ση όταν ξαναπεί κάτι τέτοιο. Πόλεμος! Η μαμά μου συνήθως φεύγει με το στόμα στραβωμένο από το θυμό και η δασκάλα μου τρίβει την κιμωλία μέσα στα δάχτυλά της να την κάνει σκόνη. Κι εγώ αναστενάζω γιατί ξέρω τι θα τραβήξω στο σπίτι από τη θυμωμένη μαμά μου και την επόμενη μέρα από τη θυμωμένη δασκάλα μου.
Τα βράδυα αυτά κρύβομαι κάτω από το σεντόνι και προσπαθώ να κάνω ταμάγια του Χάρυ Πότερ, τα μάγια της μεταμόρφωσης ξέρεις, να αλλάξω μούρη, να μη μοιάζω τόσο στη μαμά μου γιατί η δασκάλα μου, η κυρία Αγγελική, θυμώνει ακόμα περισσότερο όταν με βλέπει. Νομίζει ότι βλέπει τη μαμά μου μάλλον και θέλει να την κλωτσήσει, να τη χαστουκίσει, να τη δείρει γιατί εγώ αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί θυμώνει τόσο συχνά μαζί μου.
Να έτσι έγινε και χτες! Χτες το πρωί είχαμε μαθηματικά κι έκανα λάθος την υποδιαστολή. Κάτι δε λογάριασα καλά, ε τα είπαμε δεν τα είπαμε, δεν είμαι καλός μαθητής και έβγαλα λάθος αποτέλεσμα. Η κυρία Αγγελική άλλαξε δέκα χρώματα, ίσως και δεκαπέντε (υπάρχουν άραγε δεκαπέντε χρώματα; Νάτο πάλι είδες; Αυτό το πρόβλημα συγκέντρωσης που σου έλεγα) και σήκωσε το πόδι της για να σπρώξει την υποδιαστολή πιο πέρα. Μόνο που δε βρήκε την υποδιαστολή αλλά το δικό μου πόδι. Και πόνεσα και την κοίταξα αλλά πάλι δεν μπορούσα να της μιλήσω γιατί τα λόγια μου είχαν μπερδευτεί με τα δόντια και τη γλώσσα μου και φοβόντουσαν να βγουν έξω. Θρυμμάτιζε κι αυτήν την κιμωλία μες τα δάχτυλά της, είχε τόση σκόνη ο αέρας, θα χανόντουσαν στα σίγουρα τα λόγια μου. Κούρνιασαν λοιπόν μες το στόμα μου και δεν βγήκαν ποτέ.
Όταν γύρισα σπίτι με τη μαμά μου, δεν της μίλησα, ούτε φώναξα για τις μπογιές που θα μου σπάσει έτσι που κοπανάει την τσάντα στην καρέκλα παρά πήγα στο μπαλκόνι, βρήκα στις σακούλες που μαζεύουμε τις συσκευασίες για ανακύκλωση, τα παλιά μπουκάλια κόκακόλας και τσούκου τσούκου έφτιαξα έναν πύραυλο, σούπερ!
Σήμερα λοιπόν θα καβαλήσω τον πύραυλό μου και θα φύγω μακρυά γιατί τους βαρέθηκα όλους! Και τη μαμά μου που δεν έχει ποτέ χρόνο να μου εξηγήσει τις παράξενες λέξεις και το μπαμπά μου που δεν ξεκολλάει από τη μπάλα και τη δασκάλα μου που θρυμματίζει ολοένα τα λόγια μου ανάμεσα στα δάχτυλά της… Όλους!
Και κάτι μου λέει ότι τον πύραυλό μου δεν θα τον πειράξει που έχω πρόβλημα συγκέντρωσης.
(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ: http://amelielaw.blogspot.com/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου