Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Ο Ελληνοέλληνας (Δημήτριος Λιαντίνης - Γκέμμα)

"Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες, Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι, Ανδρούτσος , Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας, οι σουλιώτες και οι μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του ελληνοέλληνα , που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το οκτωήχι της εκκλησίας. Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία πηγή. Από τον κιθαιρώνα, το Βριλλήσο και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι και το τίμιο χέρι.... 
Και από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε! Και όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες , έσπειραν στους Έλληνες τον θρήνο και τη  συμφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλλέτης (ο γιατρός του Αλή Πασά) και όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα. Θα κατέβουν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δυο και τα τέσσερα στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία   στις γωνιές και στα σκοτεινά.  Και θ΄ αμολήσουν στον τόπο τις οχέντρες. ....
Αλλά πέστε να πάψουν οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά μέσα μας υπάρχουν οι Έλληνες. Και περιμένουν. Το δείξε ο Θωδωράκης και ο Σολωμός. Το ΄δειξε ο Καποδίστριας και   η  Λιογέννητη. Το ΄δειξε το Δώδεκα Δεκατρία και ο Τρικούπης. Το ΄δειξε ο Γοργοπόταμος , ο Καβάφης και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι. .......
Έλληνας θα πεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύσεις περήφανα. Και όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημερί να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπός στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κόχη του φόβου σου και να ολολύζεις σα βερεμής.....

Νέος διχασμός

Στις μέρες μας ζούμε συνθήκες ακραίας πόλωσης. Οι συνήθεις χαρακτηρισμοί που ακούγονται από αμφότρες τις πλευρές είναι "προδότης", "ανθέλληνας", "μπαχαλάκιας" , "αιθεροβάμωνας"  και άλλοι οι οποίοι ξεπερνούν τα όρια της ευπρέπειας. Η άλλη άποψη είναι ex officio κατακριτέα ακόμη και αν δεν την έχουμε ακούσει καλά καλά. Ο "άλλος" είναι εν δυνάμει εχθρός και η άποψη του πρέπει να ριχθεί στην πυρά. Όμως αυτή η ακραία πόλωση και η άκριτη περιχαράκωση σε αντιλήψεις και πρακτικές μας διχάζουν για μια ακόμη φορά. Κα΄ποτε ήταν οι Τρικουπικοί και οι Δηλιαγιαννικοί, μετά οι Βενιζελικοί και οι Βασιλικοί, οι δεξιοί - εθνικόφρονες και τα μιάσματα, οι Πασόκοι και οι δεξιοί και σήμερα οι αγανακτισμένοι πολίτες και οι οπαδοί του μνημονίου. Οι μέν εκστομίζουν ύβρεις και χλευάζουν τους δε. Κανείς όμως δεν ακούει την άλλη άποψη. Κανείς δεν ακούει, από τους οπαδούς του μνημονίου, τον πόνο του ανέργου, ή του χαμηλά αμοιβώμενου εργαζόμενου όπως και από την άλλη κανείς δεν ακούει τις ψύχρραιμες φωνές της άλλης πλευράς που λένε ότι χωρίς αλλαγές δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Πόλωση , διχασμός, αλληλοκατηγορίες για; την κατάντια της χώρας. Πως όμως φτάσαμε μέχρι εδώ; Ποιός φταίει για την κατάντια της πατρίδας μας; Πρώτα και κύρια φυσικά φταίνε οι  πολιτικές ηγεσίες οι οποίες λαικίζοντας διαρκώς δεν προχώρησαν σε καμία διαρθρωτική αλλαγή σε επίπεδο οικονομίας με αποτέλεσμα εν έτοι  2011 να έχουμε οικονομικές δομές του 1970. Δεν μιλάμε φυσικα για το παραμύθι της ισχυρής Ελλάδας που η κυβέρνηση Σημίτη παρουσίαζε ως κορυφαίο επίτευγμα της. Φταίει η παρούσα κυβέρνηση που δεν έκανε καμία τομή εδώ και 18 μήνες, επιλέγοντας μια διαχειριστική λογική τη στιγμή που δίπλα της κατέρεε το σύμπαν.  Φταίνε οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που ξεπούλησαν αγώνες , αξίες , ιδανικά, για κομματικά οφφίτσια και αδρά αμοιβώμενες θέσεις (βλέπε Πρωτόπαππας).  Φταίμε και εμείς οι δημόσιοι υπάλληλοι που θεωρούμε ότι όλη η κοινωνία μας χρωστά και εμείς δεν χρωστάμε σε κανέναν (φυσικά υπάρχουν οι ελάχιστες εξαιρέσεις που δυστυχώς όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Φταίμε γιατί ενώ δουλεύουμε τέσσερις και πέντε ώρες θέλουμε να πληρωνόμαστε για δώδεκα ώρες (ας μην μιλήσουμε για απόδοση). Φταίνε τα τρωκτικά και οι μιζαδόροι οι οποίοι ειδικά στον τομέα της υγείας έχουν ρημάξξει τα δημόσια ταμεία με σκανδαλώδεις αναθέσεις υλικών ή μηχανημάτων. Φταίνε οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που δεν αντιδρούν στον ευτελισμό της παιδείας αλλά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εξασφαλίσουν ιδιαίτερα για να ενισχύσουν το εισόδημα τους (και πάλι πρέπει να αναφέρω ότι υππάρχουν εξαιρέσεις). Έτσι μετατρέπουν τους μαθητές σε εν δυνάμει πελάτες τους Φταίνε  οι μονίμως διαμαρτυρόμενοι αγρότες οι οποίοι ξεκοκάλισαν τις κοινοτικές επιδοτήσεις της δεκαετίας του '80 σε BMW και τόνους ουίσκι σε σκυλάδικα της επαρχίας αδιαφορώντας για το μέλλον  και κλείνοντας τους δρόμους θέλοντας το κράτος να συνεχίσει να ενισχύει το αντιπαραγωγικό μοντέλο καλλιέργειας που τους βόλευε καθώς δούλευουν  4 μήνες, αν δουλεύουν οι ίδιοι, και θέλουν ναν κάθονται τους υπόλοιπους 8. Φταίμε ως κοινωνία σε συλλογικό επίπεδο γιατί όλοι, με πρώτους διδάξαντες τους πολιτικούς που ΕΜΕΙΣ όμως αναδείξαμε, ασελγήσαμε στην πατρίδα μας (μεγάλε δάσκαλε Λιαντίνη τι δίκαιο που είχες όταν έλεγες Γειά σου μάνα μου Ελλάς είμαι και κλεφτοκοτάς, επίτροπός στην Εκκλησία το πρωί και φοροφυγάς και λαμόγιο στο υπόλοιπο της μέρας. ϊσως ο μόνος που δεν φταίει είναι ο εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα, με επισφαλή εργασία που του κόβουν τον μισθό, του κόβουν το μέλλον και την ελπίδα για καλύτερη ζωή. Όμως αλήθεια πιστεύει κανείς ότι αν αύριο οι δανειστές μας διέγραφαν όλο το χρέος μας σε λίγα χρόνια δεν θα το ξαναδημιουργούσαμε;  Οι δομές της οικονομίας μας είναι αντιπαραγωγικές και στηρίζονται στην κατανάλωση και τον υπερδανεισμό.Άρα η ανάγκη για αλλαγή είναι επιτακτική. Όντως πρέπει ή να αλλάξουμε ή να βουλιάξουμε . Εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει πισωγύρισμα.

Υ.Γ. Την Πέμπτη 26 Μαίου βρέθηκα στη συγκέντρωση των αγανακτισμένων στη θεσσαλονίκη. Εκεί συνάντησα τις δυο όψεις της Ελληνικής κοινωνίας , από τη μια τους νέους χωρίς ελπίδα και τους απολυμένους και από την άλλη κάποιους με πούρο και στύλ που ήρθαν να διαμαρτυρηθούν και αυτοί για το κακό μνημόνιο.   

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Απομνημονεύματα Στ. Γονατά κατά τα έτη 1907 - 1922


Απομνημονεύματα Στ. Γονατά , Αθήναι 1958
Περίοδος 1907 – 1922.
Το 1907 αποχαιρέτησε την οικογένεια του προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία στο προξενείο της Αδριανούπολης, διαδεχόμενος τον πρόξενο Δημαρά. Πλήρης αδράνεια επικρατούσε στη Θράκη καθώς οι Βούλγαροι λόγω του πεδινού εδάφους δεν είχαν τολμήσει να εξαπολύσουν διωγμούς και ένοπλο αγώνα , όπως στη Μακεδονία. Εκεί γνώρισε τον Σάρρο , γυμνασιάρχη στην πόλη, ο οποίος επί διετία είχε διατελέσει επιθεωρητής των εν Μακεδονίας σχολείων και ο οποίος διατηρούσε επαφή με το ελληνικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη , μεριμνώντας για την εθνική υπόθεση ( σελ 17,18). Στην πόλη η Βουλγάρικη παρουσία ήταν μηδαμινή. Τον Ιούλιο του 1907 ανέλαβε οριστικός πρόξενος ο Νικόλαος Ξυδάκης. Επισκέφθηκε την Σόφια, Φιλιππούπολη, Βελιγράδι. Η σύνθεση του πληθυσμού αποτελούνταν σε σύνολο 1.030.000 κατοίκων από  510.000 Τούρκους, 365.000 Έλληνες, 110.000 Βούλγαροι και 45.000 Εβραίοι, Αρμένιοι κλπ. Όλοι οι Έλληνες ήσαν ελληνόφωνοι πλην 35.000 ξενόφωνων ήτοι: 14.100 βουλγαρόφωνοι, 13.100 αλβανόφωνοι, 7.200 τουρκόφωνοι και 600 σερβόφωνοι.
Μικρασιατική εκστρατεία (από 8 Ιουλίου 1919 έως 3 Σεπτεμβρίου 1922)
Στις 6 Αυγούστου 1919 ανέλαβε διοικητής Πεζικού της 1ης Μεραρχίας η οποία στάθμευε στο Αϊδίνι. Όλα τα σπίτια των Ελλήνων ήσαν καμένα , όπως και οι εκκλησίες τους , από τους Τούρκους, όταν αναχώρησαν τα ελληνικά στρατεύματα και ακολούθησε η σφαγή του Αϊδινίου και η τραγική σφαγή των προσκόπων της πόλης. Η μεραρχία αποτελούνταν από το 4ο και 5ο σύνταγμα πεζικού και το 1/38 σύνταγμα ευζώνων. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1919 φθάνει ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ για να αναλάβει διοικητής της Στρατιάς κατοχής στη Μικρά Ασία. Στο Αϊδίνη  υπήρχαν συνεχείς επιδρομές από αντάρτικες ομάδες Τούρκων αλλά και από ληστές οι οποίοι εκτός από κλοπές έπαιρναν και ομήρους, ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωση τους. Το μεσημέρι στις 7 Ιουνίου 1920 από αεροπλάνο ρίχθηκε η πρώτη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου για την προπαρασκευή γενικής επίθεσης ήτοι συγκέντρωση των μονάδων από τους καταυλισμούς, μείωση των δυνάμεων προκάλυψης , συμπλήρωση εφοδιοπομπών δι΄ επιτάξεως κτηνών. Η μεγάλη εξόρμηση άρχισε την 10η Ιουνίου του 1920. Στις 8 Αυγούστου 1920 τελέσθηκε μνημόσυνο για τους νεκρούς προσκόπους του Αίδινίου. Στις 14 Οκτωβρίου 1920 ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος  επιθεώρησε τις υπηρεσίες της βάσεως στη Σμύρνη. Οι εκλογές που διεξήχθησαν την 1η Νοεμβρίου 1920 οδήγησαν σε ήττα της βενιζελικής παράταξης. Κυβέρνηση σχηματίσθηκε από τον Δ. Ράλλη με τη συμμετοχή και του Γούναρη. Οι αξιωματικοί του μετώπου απευθύνθηκαν στον Γονατά ζητώντας του να συντάξει επιστολή ζητώντας από την Αθήνα να μην στείλει στο μέτωπο όλους τους ανίκανους απότακτους αξιωματικούς προς προσωπική τους ικανοποίηση και σε βάρος του στρατού.
Στις 9 Νοεμβρίου 1920 αφίκετο στη Σμύρνη ο Υποστράτηγος Παπούλας ,  ο οποίος μόλις είχε εξέλθει από τις φυλακές. Οι κατηγορίες σε βάρος του Πλαστήρα αποδείχθηκαν ψευδείς καθώς ο Πλαστήρας αποδείχθηκε πρότυπο διοικητή Συντάγματος και την προεκλογική περίοδο είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε ανάμειξη. Απόδειξη προς αυτό ήταν η αγάπη των ανδρών του οι οποίοι τον λάτρευαν παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι , στην πλειοψηφία τους ήσαν αντιβενιζελικοί.  Οι προσφορές του Ετέμ Βέη για κοινή δράση εναντίον του Κεμάλ συνάντησαν την αντίδραση και την επιφυλακτικότητα του Στεργιάδη  ο οποίος και τους υπενθύμισε παρόμοιες προσφορές του Γιουρούκ  Αλή και Δεμερτζή εφέντη οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Σε ότι αφορά την προέλαση ήδη άρχισαν να παρουσιάζονται δυσκολίες σε ότι αφορά τον εφοδιασμό καθώς δεν υπήρξαν δρόμοι ή αν υπήρχαν ήσαν κατεστραμμένοι ενώ τα πλευρά των συγκοινωνιών ήσαν ακάλυπτα.
Όταν ο πρωθυπουργός Καλογερόπουλος επέστρεψε από το συνέδριο του Λονδίνου παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δημήτριος Γούναρης που σχημάτισε κυβέρνηση με υπουργό στρατιωτικών τον Θεοτόκη. Έγινε ανασύσταση του παλαιού Γενικού Επιτελείου υπό τον Δούσμανη. Στις 25 Μαρτίου απενεμήθησαν αθρόα , παράσημα σε όλους τους εξ αποτάξεως επανελθόντες αξιωματικούς χωρίς να παρασημοφορηθεί κανείς από τους αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο μέτωπο εξαναγκάζοντας τον στρατηγό Κονδύλη να γράψει επιστολή στον πρωθυπουργό αναφέροντας του ότι σχηματίζεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση αμείβει τους ημέτερους που δεν προσέφεραν καμία υπηρεσία στο μέτωπο.
Στις 26 Ιουνίου 1921 άρχισε η νέα εξόρμηση του Στρατού. Η αντίσταση των Τούρκων ήσαν μεγάλη και οι απώλειες και από τις δυο πλευρές ήσαν μεγάλες. Δράση τουρκικής αεροπορίας και αγανάκτηση για την απουσία της αντίστοιχης ελληνικής. Ο εχθρός σταδιακά αποκτά την πρωτοβουλία των κινήσεων. Την 10 Δεκεμβρίου 1921 τουρκικό αεροπλάνο έριξε προκηρύξεις στα ελληνικά , οι οποίες έγραφαν: Τι θέλετε σεις στη Μικρά Ασία όπου σας έφεραν οι διάφοροι κεφαλαιοκράτες , οι οποίοι και πλουτίζουν από τον πόλεμο και οι αξιωματικοί οι οποίοι παίρνουν γαλόνια , ενώ εσείς χύνετε το αίμα σας τη στιγμή που η μητέρα σας και οι αδελφές σας πεινούν στα χωριά σας. Για να τελειώσει ο πόλεμος ένα μέσον υπάρχει. Να αυτομολήσετε προς εμάς, οι οποίοι θα σας περιποιηθούμε και όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σας στείλουμε στην πατρίδα σας.
Ήρθε και η διαταγή περί χορηγήσεως 15ημερων αδειών σε αναλογία 5% για τους οπλίτες και 3% για τους αξιωματικούς. Θα πρέπει όμως να επανέλθουν οι πρώτοι αδειούχοι για να φύγουν οι επόμενοι. Αυτό θα χρειασθεί 1,5 μήνα και υπάρχει φόβος ότι δεν θα επανέλθουν όλοι.  Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε στο στράτευμα τις αρχές του 1922 ήταν και το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 1922 στασίασε το 49 σύνταγμα πεζικού το οποίο αρνήθηκε να εκτελέσει μεταστάθμευση. Το σύνταγμα αυτό αποτελείτο από διάφορα μαζέματα και εφέδρους μεγάλης ηλικίας και είχε 6 μόλις μόνιμους αξιωματικούς και ανώτερο μόνο το διοικητή αυτού. Ο Χειμώνας του 1922 ήταν ιδιαίτερα δριμύς ταλαιπωρώντας τον στρατό μας. Η διάσκεψη των Παρισίων στις 10 Μαρτίου 1922 πρότεινε ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων , διάρκειας 3 μηνών με προοπτική  ανανέωσης. Στις 27 Μαρτίου πληροφορήθηκαν οι στρατηγοί ότι ο Κεμάλ δέχεται την ανακωχή με τον όρο να αποσυρθεί ο στρατός από τη γραμμή Εσκί Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν  και εντός 4 μηνών από τη Μικρά Ασία. Ο Υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης αποφασίζει  να διχοτομήσει το κυκλοφορών νόμισμα προκειμένου το δημόσιο να αντλήσει χρήματα από τους πολίτες του (1 ½ δισεκατομμύρια δραχμές).
Αδικαιολόγητες μετακινήσεις στρατευμάτων από τον Παπούλα και τον Πάλη εξαιτίας εικονικών επιθέσεων Τούρκων αυξάνουν τη δυσφορία του στρατεύματος. Ένταση στις σχέσεις Παπούλα – Στεργιάδη καθώς ο Στεργιάδης τον κατηγορεί ότι δεν περιορίζεται μόνο στα στρατιωτικά του καθήκοντα , αλλά αναμιγνύεται και στην πολιτική, προβαίνοντας σε  δηλώσεις και συνεννοήσεις με πολιτικά πρόσωπα. Τον Μάιο του 1922 κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού η κυβέρνηση Γούναρη έλαβε 161 ψήφους  υπέρ έναντι 160 κατά. Μετά από το αποτέλεσμα αυτό παραιτήθηκε ο Γούναρης και ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης ανατέθηκε στον Στράτο. Όμως η κυβέρνηση δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την βουλή. Κατόπιν αυτού σχηματίσθηκε κυβέρνηση συνασπισμού Γούναρη – Στράτου υπό την προεδρία του Πρωτοπαπαδάκη η οποία και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την βουλή. Στις 15 Μαϊου αντικαθίσταται  λόγω ηλικίας ο Παπούλας από τον Χατζηανέστη, προκαλώντας κατάπληξη σε όλο το στράτευμα καθώς ήταν γνωστός ο ασυμβίβαστος και ορμητικός χαρακτήρας του. Ο Παπούλας είχε κατορθώσει να διοικήσει αμερόληπτα και με σωφροσύνη και είχε κερδίσει τη συμπάθεια του στρατού. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του ζήτησε να πληροφορηθεί από την ηγεσία της στρατιάς για το ηθικό του στρατεύματος. Η δε έκθεση ανέφερε τα εξής:
1.       Οι μόνιμοι αξιωματικοί παραπονούνται ότι δεν γίνεται καμία διάκριση από την υπηρεσία μεταξύ των μαχόμενων και των μη
2.       Οι έφεδροι αξιωματικοί παραπονούνται ότι αυτοί στέλνονται στο μέτωπο ενώ οι μόνιμοι στη Σμύρνη και ότι δεν γίνονται μονιμοποιήσεις εφέδρων αν και έχουν προσφέρει άριστες πολεμικές υπηρεσίες
3.       Όλοι φοβούνται ότι οι θυσίες και το αίμα που χύθηκε θα πάνε χαμένα εξ αιτίας κακών χειρισμών της κυβέρνησης και
4.       Οι οπλίτες παρουσιάζουν σημάδια ψυχικής και σωματικής κόπωσης. Πολλοί ανυπότακτοι δεν διώκονται ενώ οι τραυματίες μόλις θεραπευθούν ξαναστέλνονται στο μέτωπο.
Στις 15 Ιουνίου 1922 διαταγή της στρατιάς καθόριζε νέες διοικήσεις για τα 4 σώματα στρατού, προκαλώντας νέα αναταραχή στο στράτευμα.
Με την αριθ. 18042/24-6-1922 ο Γονατάς αναλαμβάνει τη διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας. Αρχίζει να ενισχύεται το σώμα Θράκης με μεταφορά μονάδων από το μέτωπο. Μετά από διαβουλεύσεις  και συσκέψεις η Αθήνα αποφασίζει να κηρύξει τη Δυτική Μικρά Ασία ανεξάρτητο αυτόνομο κράτος. Στις 14 Ιουλίου 1922 κοινοποιήθηκε η απόφαση αυτή στις μεγάλες δυνάμεις Αγγλία , Γαλλία και Ιταλία και στις 17 του ίδιου μήνα ο Στεργιάδης , ως ύπατος αρμοστής εξέδωσε διάγγελμα προς τους πληθυσμούς του κατεχόμενου τμήματος.
Το μέτωπο έχει εξασθενήσει επικίνδυνα καθώς ο Χατζηανέστης έχει μεταφέρει περί τις 20.000 στρατό από το μικρασιατικό μέτωπο στη Θράκη, όμως τα σχέδια του ματαιώνονται εξαιτίας της αντίδρασης  των μεγάλων δυνάμεων. Το τέλος πλησιάζει.
Τον μοιραίο Αύγουστο η σήψη του στρατεύματος και η συνεχής υποχώρηση κάτω από το βάρος των τουρκικών επιθέσεων έχει προσλάβει δραματικές διαστάσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρει «Σε εμφάνιση λίγων ιππέων διαλύονταν ολόκληρα τάγματα. Παρατάνε ορειβατικά πυροβόλα και πυρομαχικά για να καβαλικέψουν τα άλογα, φθάνουν δε μέχρι του σημείου να πετούν τα ίδια τους τα όπλα για να τρέχουν γρηγορότερα» . Η δε μεραρχία ιππικού προηγείται των άλλων τμημάτων κατά την υποχώρηση και «οπλίτες και βαθμοφόροι σπεύδουν να καταλάβουν τα βαγόνια μέχρι και τις στέγες τους, και κανείς δεν είναι ικανός να τους κατεβάσει. Κανένα μέτρο ανάσχεσης των  φυγάδων δεν είναι δυνατό να ληφθεί. Οποιοδήποτε φράγμα ανατρέπεται από το πλήθος και την ορμή των φυγάδων. Η διοίκηση της Στρατιάς κωφεύει παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του Γονατά και άλλων αξιωματικών ο δε Χατζηανέστης ουδεμία διαταγή ή οδηγία υπέγραφε θεωρώντας ότι απαλλάσσεται των ευθυνών του για τα όσα συνέβαιναν. Πέραν της αποδυνάμωσης του μετώπου με τη μεταφορά μονάδων στη Θράκη στον Χατζηανέστη χρεώνεται και η διάλυση των παλαιών Βόρειου και Νότιου συγκροτήματος της Στρατιάς , γεγονός το οποίο προκάλεσε την πλήρη οργανωτική διάλυση της στρατιάς. Κατά την υποχώρηση παρατηρούνται λεηλασίες και από έλληνες στρατιώτες που πλέον έχουν μεταβληθεί σε όχλο.
Ο Γονατάς κάνει λόγο για 150 έως 200.000 σφαγιασθέντες από τους Τούρκους. Την 1 Σεπτεμβρίου 1922 αρχίσει να επιβιβάζεται η μεραρχία του στα πλοία . Η συμβολή του Ελληνικού κράτους για την σωτηρία των προσφύγων είναι στις κρίσιμες αυτές στιγμές μηδαμινή. Την ώρα της καταστροφής η Κυβέρνηση δίνει εντολή στο ιππικό του στρατού να κατευθυνθεί όχι στη Θράκη αλλά στην Αθήνα εξ αιτίας του φόβου πολιτικών αναταραχών. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1920 και ώρα 1.15 πρωινή δόθηκε το σύνθημα προς άπαρση των πλοίων.
Τέλος στη Μυτιλήνη που αποβιβάζεται η ΙΙ Μεραρχία η πρώτη εντύπωση είναι θλιβερή καθώς πρόσφυγες κατακλύζουν τους δρόμους , τις πλατείες , τις εκκλησίες  ενώ η απουσία οποιασδήποτε κρατικής μέριμνας είναι εμφανής .
Πλέον ήρθε η ώρα η πληγωμένη και προδομένη στρατιά της Μικράς Ασίας να ορθώσει και πάλι το ανάστημα της με την επανάσταση του 1922..

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Μπεκτασισμού συνέχεια

Ο μπεκτασισμός έχει επτά βαθμούς (Πλην του αρχηγού) οι οποίοι κατανέμονται σε 3 τάξεις:
α) Κατώτερη τάξη η των Μουρσίτ, δηλ. των μαθητών ή των δόκιμων που περιλαμβάνει τους επόμενους τέσσερις βαθμούς:
  • Τους ασσίκηδες (Ασσίκ - από θείο έρωτα φλεγόμενους)
  • Τους μνηστήρες (Ταλίπ- τους εφιεμένους)
  • Τους φίλους (μουχίπ)
  • Τους Δερβίσηδες (πτωχούς)
β) ανώτερη τάξη η των δεικνυόντων την ευθεία οδό , των μυούντων τους μαθητές στα μυστήρια, των διδασκάλων που περιλαμβάνει τους εξής βαθμούς:
  • Τους μπαμπάδες (Πατέρες)
  • Τους χαλίφηδες (Επισκόπους ή Τοποτηρητές)  
γ) Ανώτατη τάξη ή των Γερόντων (Πηρ) που περιλαμβάνει τους κάτωθι βαθμούς:
  • τους Ντεντέ Μπαμπάδες που είναι εκπρόσωποι του Αγίου Πατρός , του Ύπατου της Οργάνωσης
  • και τους Τσελεμπήδες , αρχηγούς των έγγαμων μπεκτασσήδων και απογόνους του αρχηγού του τάγματος Χατζή Μπεκτάς Βελή
(από το βιβλίο του Βλαδίμηρου Μιρμίρογλου, εκδόσεις Εκάτη, Κωνσταντινούπολη 1940)
σε διόρθωση προηγούμενης ανάρτησης που έγγραψα ότι υπάρχουν τρεις βαθμοί στο τάγμα , δεν υπάρχουν τρεις βαθμοί αλλά τρεις βαθμίδες..

Μύνημα του Αρχιστράτηγου Ρ. Μ. Σκόμπι προς τον λαό της Μακεδονίας και Θράκης


(εορτασμοί κατά την απελευθέρωση της Αθήνας)

Το μύνημα αυτό ερίφθη από αγγλικά αεροπλάνα στις 7-11-44 και είναι μύνημα του Αρχιστράτηγου Σκόμπι Διοικητού των εν Ελλάδι κατά ξηράν δυνάμεων

   Δια μιαν ακόμη φοράν Βρεττανικαί δυνάμεις απεβιβάσθησαν εις την Θεσσαλονίκην και μαζί με τας γενναίας  Ελληνικάς δυνάμεις εξεδίωξαν τους εχθρούς της Ελλάδος πέραν των συνόρων της.
    Ενθυμούμεθα πως η ανδρεία του Ελληνικού Στρατού εκέρδισε δια την Ελλάδα, την Μακεδονίαν και την Θράκην και ενθυμούμεθα επίσης πως προ εικοσι εξ ετών αντιμετωπίσαμενμαζύ και ενικήσαμεν  τους ιδίους εχθρούς που ηθέλησαν να διαρπάσουν  από την Ελλάδα τα βόρεια εδάφη της.
    Κατόπιν μακράς και σκληράς καταδυναστεύσεως η Μακεδονία και η Θράκη είναι ελέυθεραι, αλλά, μολονότι η κατάρρευσις του εχθρού είναι βεβαία , υπάρχουν ακόμη πολλά έργα και πολλαί δυσχέρειαι τας οποίας οφείλομεν να αντιμετωπίσωμεν μαζύ. Επικαλούμαι την συνεργασία όλων των Ελλήνων , οιωνδήποτε πολιτικών φρονημάτων, δια την τήρησιν της τάξεως και την επίσπευσην του έργου της περιθάλψεως. Είμαι ευτυχής αναλογιζόμενος ότι εις το έργον αυτό Άγγλοι στρατιώται ως και στρατιώται της Αυτοκρατορίας μας θα εργασθούν μαζί με το λαόν της Μακεδονίας και της Θράκης δια την επανόρθωσιν των ζημιών και δεινών του πολέμου.
     Επολεμήσαμεν μαζύ , ας εργασθώμεν μαζύ δια την ειρήνην και ευημερίαν της Ελλάδος.
                                       
                                                                                                το κείμενο φέρει την υπογραφή του     Σκόμπι

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ


Στους δρόμους της Μικρασίας , οδοιπορικό 1890
G. Deschamps , εκδόσεις Τροχαλία
Χίος – Σμύρνη – Αϊδίνι – Έφεσος – Καρία –Πισιδία
Σμύρνη και Καρία 
Η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της Σμύρνης φαίνεται από το γεγονός ότι το τελευταίο τέταρτο του 19ου  αιώνα ξεπερνά σε εξαγωγές και την ίδια την Κωνσταντινούπολη.  Το 1878 ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ καταργεί το πρώτο Οθωμανικό Σύνταγμα , τερματίζοντας την περίοδο των μεταρρυθμίσεων , γνωστή ως Τανζιμάτ. Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου θα σημάνει και την επέκταση των Ελλήνων της Ιωνίας προς τα ανατολικά , μια εκστρατεία η οποία προηγείται της διείσδυσης του ξένου καπιταλιστικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με την απογραφή του αγγλικού προξενείου το 1891 ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 207.000 κατοίκους κε των οποίων : Τούρκοι 52.000, Έλληνες 107.000, Αρμένιοι 12.000, Ιουδαίοι 23.000, Ιταλοί 6.500, Γάλλοι 2.500, Αυστριακοί 2.200, Άγγλοι 1.500. Για τον λόγο αυτό η Σμύρνη ονομάζονταν Γκιαούρ Ισμίρ.
Σε ότι αφορά τα πλοία που κατευθύνονταν στη Σμύρνη πρώτα έπρεπε να  σταθμεύσουν στο αγκυροβόλιο των Κλαζομενών ως μέτρο προστασίας για την χολέρα την οποία φοβούνταν οι Τούρκοι γιατροί. Στα μάτια του επισκέπτη απλώνονταν μια πόλη σύγχρονη και βάρβαρη, νεότατη και γηραλέα, ελληνική , γαλλική, ιταλική και τούρκικη, παράξενα σύνθετη, κοσμοπολίτισσα και πολύγλωσση , με τους μιναρέδες της εποχής του Μωάμεθ, το μουσουλμανικό νεκροταφείο, , το πέπλο των κυπαρισσιών , τα λευκά καμπαναριά και τους πράσινους θόλους των ορθόδοξων εκκλησιών της, το γκρίζο κοπάδι των οθωμανικών σπιτιών που είχε καταφύγει πολύ μακριά προς τα άγρια υψώματα του Πάγου. Αν θέλει κανείς να μυηθεί βαθμιαία στις ομορφιές της Σμύρνης , μετά τον βαθύ μεσημεριανό ύπνο, πρέπει να αναπνεύσει γαλήνια τον θαλασσινό αέρα καθισμένος αναπαυτικά στο καφενείο του Λουκά , με ένα φλιτζάνι καφέ και αναψυκτικά μπροστά του, κοιτάζοντας το πολύχρωμο πλήθος των περαστικών και τη θεϊκή όμορφη θέα. Οι Σμυρνιές είναι πραγματικά όμορφες όταν τα βράδια σεργιανίζουν στην ακρογιαλιά με τις φωτεινές τους τουαλέτες. Φαίνονται νωχελικές και ράθυμες … όμως μες τη λευκότητα των προσώπων τους τα χείλη είναι κόκκινα , τα φρύδια καλογραμμένα και από τα μαύρα αδιάφορα μάτια τους , κάτω από τις μαύρες βλεφαρίδες, κάποιες φορές φλογερές ακτίνες φτάνουν ως τα βάθη της ψυχής σου.
Πιο πέρα στη Τούρκικη συνοικία παρατηρεί ζεϊμπέκους από τα βουνά του Αϊδινίου που τους αναγνώριζε κανείς από τα πανύψηλά τουρμπάνια και τις πολύ κοντές λευκές βράκες , μέσα από τις οποίες ξεπηδούσαν τα γυμνά τους πόδια. Η νύχτα του ραμαζανιού , οι πόρτες του καφέ και των σερμπέτ , οι καπνιστές ναργιλέ, οι τραγουδιστές , τα πρόσωπα , οι φορεσιές , τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Ο χρόνος δεν υπάρχει για το καραβάνι που σταθμεύει ανέμελο πλάι στις πηγές , κάτω από τη σκιά των δέντρων.
Στη λεγόμενη φράγκικη οδό βρίσκονταν τα πιο όμορφα κτήρια της πόλη. Τα ελληνόπουλα που φοιτούσαν σε ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης (Κολλέγιο της Προπαγάνδας, οικοτροφείο των Αδελφών της Σιών , ορφανοτροφεία των Αδελφών του Ελέους) ανέρχονταν σε 403 αγόρια και κορίτσια σε σύνολο 2.385 παιδιών. Οι υπόλοιποι μαθητές  ήταν κατανεμημένοι ως εξής: 818 Οθωμανοί, 414 Ιταλοί, 317 Γάλλοι, 216 Αυστριακοί, 121 Άγγλοι, 35 Ολλανδοί και λοιποί 58.
Οι Έλληνες είναι τόσοι πολλοί στη Σμύρνη ώστε τη θεωρούν τμήμα της επικράτειας τους. Οι 80.000 Έλληνες που κατοικούν στους δρόμους του Ρωμαϊκου Μαχαλά και της Πούντας συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στην πατρίδα τους, θεωρούν τον πρόξενο του βασιλιά Γεωργίου φυσικό ηγέτη τους, υψώνουν τη γαλανόλευκη χωρίς την άδεια κανενός, επικαλούνται ανοιχτά και σε κάθε ευκαιρία τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους σχεδόν με τους Τούρκους αφού πληρώνουν στους φοροεισπράκτορες τον έγγειο φόρο, την δεκάτη (για τα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα) , φόρο για τα κοπάδια και το Bedel - i askeri φόρο που επιβάλλεται σε όλους τους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου που θέλουν να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία. Ξύπνιοι , ευκίνητοι,  ευφυέστατοι και εξαιρετικά διασκεδαστικοί οι Έλληνες της Σμύρνης είναι καφετζήδες , παντοπώλες ή βαρκάρηδες , επαγγέλματα που τα προτιμούν στη κατώτερη τάξη,  ενώ οι συμπατριώτες τους της ανώτερης τάξης διαλέγουν το επάγγελμα του γιατρού ή του δικηγόρου.
Σε ότι αφορά τα σχολεία , οι Μητροπόλεις της Σμύρνης , της Εφέσου και της Φιλαδέλφειας διαθέτουν ίσως τα περισσότερα σχολεία και το πιο πολυάριθμο διδακτικό προσωπικό από όλες τις ορθόδοξες μητροπόλεις της Τουρκίας. Συγκεκριμένα σε ότι αφορά τα σχολεία της Σμύρνης αυτά διοικούνται από μια εφορία, τα έσοδα της οποίας προέρχονται από συνδρομές, δωρεές , κληροδοτήματα και από τα δίδακτρα των μαθητών. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες στατιστικές , στα σχολεία αυτά φοιτούν 8.580 μαθητές (4.044 αγόρια και 4.536 κορίτσια). Πάνω από 600 κορίτσια φοιτούν , τα περισσότερα δωρεάν στο σχολείο της Αγίας Φωτεινής. Το Ομήρειον που ιδρύθηκε το 1881, προορίζεται για τα κορίτσια της εύπορης τάξης. Το πιο παλιό όμως και πλουσιότερο σχολείο της Σμύρνης είναι η Ευαγγελική Σχολή που ιδρύθηκε το 1723.
Δυο ελληνικές εφημερίδες κυκλοφορούν αυτή την εποχή. Η Αμάλθεια και η Νέα Σμύρνη (η Αμάλθεια συνέχισε την έκδοση της και μετά την καταστροφή ενώ η Νέα Σμύρνη διέκοψε την κυκλοφορία της το 1914). Η πιο αιχμηρή περιγραφή αφορά τους Εβραίους για τους οποίους και αναφέρει: όμως με όλες τις όψεις, με τη ρόμπα και το φέσι του φτωχού και ταπεινού , αλλά και με το αγγλικό σακάκι   του εμπόρου που θεωρεί τον εαυτό του προύχοντα , είναι πάντα ο ίδιος πρόθυμος και εξυπηρετικός τύπος, ο αιώνιος παθητικός και αρπακτικός μεσάζων, ο παθιασμένος για το κέρδος  τοκογλύφος, ο υπομονετικός πωλητής που διαπραγματεύεται ώρες για να πουλήσει καρπούζια, μια τούρκικη σέλα , μια νύχτα έρωτα ή μερικούς πήχεις παλιού υφάσματος. Σταδιακά έχουν επιβάλει τον έλεγχο τους σε δυο αγορές από τις οποίες η μια λειτουργεί τη νύχτα κυρίως ενώ η άλλη αποφέρει πολλά κέρδη τη μέρα.
Αναφέρει στη συνέχεια τους Τούρκους οι οποίοι αναγκάζονται να ξεπουλάνε τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τα χρειώδη.
Η πόλη ανήκει στο βιλαέτι του Αϊδινίου , έχει μεγάλη έκταση και περιλαμβάνει τις χώρες που οι αρχαίοι ονόμαζαν Λυδία και Καρία, τον Σίπυλο, τον Τμώλο και τις μεγάλες πεδιάδες του Μαιάνδρου. Ο Μαίανδρος ποταμός διατρέχει την ομώνυμη κοιλάδα, όπου στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές ιωνικές πόλεις (Μίλητος, Πριήνη, Μαγνησία, Τράλλεις, Αντιόχεια κλπ). Το Αϊδίνι ταυτίζεται από τον περιηγητή με την αρχαία πόλη Τράλλεις.

Καρία
Σε διαδρομή αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού , από την δεξιά όχθη του Μαιάνδρου, ένα γκριζογάλανο τείχος έφραζε τον ορίζοντα. Ο Λάτμος και ο Κάδμος , τα απειλητικά όρη της Καρίας. Όταν έφθασαν στο Εσκί Χισάρ (Παλαιός Πύργος) πληροφορήθηκαν από τους ντόπιους ότι στα αρχαία χρόνια υπήρχε μια ακρόπολη, η Νύσα. Οι κάτοικοι της διακρίνονταν για τη φιλοσοφική τους δεινότητα, τις επιδόσεις τους στα γράμματα και τη ρητορική. Στο δρόμο προς την ακρόπολη ανακάλυψαν και ένα μεγάλο θέατρο οι κερκίδες του οποίου ήταν στραμμένες προς τον Μαίανδρο. Η πόλη Ναζλί αποτέλεσε την επόμενη στάση τους σε αυτό το ταξίδι, πόλη μισή Ελληνική και μισή Τουρκική, κτισμένη σε ένα λόφο εκεί όπου ο Μαίανδρος απλώνεται στην επίπεδη πεδιάδα, στο άνοιγμα που έχει δημιουργήσει ο Άρπασος , ο Ακ Τσάι (λευκός ποταμός) των Τούρκων. Η ελληνική κοινότητα διέθετε μια εκκλησία και ένα σχολείο και ένα ξενοδοχείο με το όνομα Ξενοδοχείον του Μαιάνδρου . Η γλυκόριζα ως προϊόν καλλιεργούνταν στις όχθες του Μαίανδρου   ποταμού, καθώς το αμμώδες και υγρό έδαφος ήταν το πλέον ιδανικό για την καλλιέργεια της.
Ανάβαση στο Μαντρά Ντάγ και κατεύθυνση στο εσωτερικό της Καρίας με πρώτη στάση στο χωριό Τουρκλάρ. Έπειτα έφθασαν στην ακρόπολη της Άρπασας, μια άσημη κωμόπολη. Ινεμπολού , η πρώτη στάση την επόμενη μέρα και κατεύθυνση στο Μποζ Ντάγ. Πανταχού παρών σε όλα τα χωριουδάκια της Ανατολής ο Έλληνας παντοπώλης που πουλάει σχεδόν τα πάντα: σπάγκους, κεριά, ψάρια, χαβιάρια, εκτελώντας και χρέη τραπεζίτη καθώς δεν διστάζει να   δανείζει και τους φτωχούς τούρκους χωρικούς. Πριν από το Μποζ ντάγ διέσχισαν οι περιηγητές τον Άρπασο , το ιερό ποτάμι της Καρίας. Όταν έφθασαν στο Μποζ Ντάγ ο περιηγητής φέρνει  στο μυαλό του εικόνες από το περυσινό του ταξίδι εκεί και εν συνεχεία αναφέρει την μικρή τους οδύσσεια κατά τη διανυκτέρευση τους σε ένα άθλιο κατάλυμα , όπου σμήνη κουνουπιών τους κατέφαγαν, ενώ από το καταφαγωμένο πάτωμα έφθαναν σε αυτούς οι οσμές και τα φτερνοκοπήματα των αλόγων.
Αναφορά σε καταυλισμό Γιουρούκων. Οι Γιουρούκοι, νομαδική τουρκομάνικη φυλή , είναι οι πιο δεινοί πεζοπόροι της πρόσω Ασίας και οδηγούν τα κοπάδια τους από κοιλάδα σε κοιλάδα και τους ακολουθούν οι γυναίκες τους φορτωμένες ανάκατα παιδιά , ντουφέκια και κουζινικά. Μιλούν λίγο και δεν δίνουν την εντύπωση ότι σκέφτονται. Δεν είναι άγριοι , αλλά είναι άρπαγες και οκνηροί, σαν παιδιά. Όταν στον  ορίζοντα φαίνονται φλόγες που κατατρώγουν τα βουνά, είναι ένα δάσος που φλέγεται , γιατί κάποιοι Γιουρούκοι έβρασαν τη σούπα τους και ξέχασαν να σβήσουν τη φωτιά. Πολλοί σουλτάνοι προσπάθησαν να τους εγκαταστήσουν μόνιμα σε μια περιοχή προσφέροντας τους γη , ξεριζώνοντας τις σκηνές , διαλύοντας τους καταυλισμούς τους. Όμως ούτε τα καλοπιάσματα , ούτε και οι απειλές είχαν αποτέλεσμα απέναντι στην παθητική εμμονή τους. Εν συνεχεία συνάντησε τα χωριουδάκια Πρέσια και Κιοτά και μετά από αρκετή πεζοπορία άφησαν πίσω τους το Μποζ Ντάγ.
Αναφορά για τους Κάρες: Τυχοδιώκτες, μισθοφόροι, πειρατές και δραγουμάνοι χωρίς όμως να αφήσουν γραπτές αναφορές για τα όσα έζησαν.  

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗ

ΘΟΥΚΙΔΙΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Β
Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συνήθεια, τέλεσαν δημόσια την ταφή εκείνων που πρώτοι σκοτώθηκαν σε αυτόν τον πόλεμο. Η ταφή γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο. Φτιάχνουν μια σκηνή κι εκθέτουν τα οστά των νεκρών για δυο μέρες, κι ο καθένας φέρνει στον δικό του κάτι, αν θέλει. Κι όταν έρθει η ώρα της εκφοράς, αμάξια μεταφέρουν κυπαρισσένια φέρετρα, ένα για κάθε φυλή. τα οστά του καθενός είναι μέσα στο φέρετρο της φυλής του. Ένα όμως φέρετρο άδειο, στρωμένο, το μεταφέρουν στα χέρια. είναι των αφανών, εκείνων που τα σώματα δε βρέθηκαν να τα σηκώσουν. Την εκφορά παρακολουθεί όποιος θέλει, πολίτης και ξένος. στον τάφο βρίσκονται και περιμένουν και γυναίκες από το συγγενολόι που στήνουν θρήνο. Τους αποθέτουν λοιπόν στο δημόσιο νεκροταφείο, που βρίσκεται στο πιο ωραίο προάστιο της πόλης και σ’αυτό κάθε φορά θάβουν τους νεκρούς του πολέμου, εκτός από εκείνους που έπεσαν στο Μαραθώνα. εκείνων την παλικαριά την έκριναν ξεχωριστή και τους έκαμαν τον τάφο στον τόπο της μάχης. Κι όταν τους σκεπάσουν με το χώμα, ένας άντρας ορισμένος από την πολιτεία, που και για πολύ συνετό τον ξέρουν κι επιβάλλεται με το κύρος του, λέει γι’αυτούς τον επαινετικό λόγο που ταιριάζει. ύστερα φεύγουν. Έτσι γίνεται η ταφή. κι όσο κρατούσε ο πόλεμος, όσες φορές τους τύχαινε να’χουν νεκρούς, ακολουθούσαν τη συνήθεια. Γι’αυτούς λοιπόν τους πρώτους νεκρούς ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής του Ξανθίππου. Κι όταν ήρθε η ώρα, προχώρησε από τον τάφο σ’ένα βήμα καμωμένο ψηλό, για ν’ακούγεται όσο γινόταν πιο μακριά στο συγκεντρωμένο πλήθος, κι έλεγε στην ουσία τ’ακόλουθα. Οι περισσότεροι απ’αυτούς που έχουν μιλήσει εδώ ως τώρα επαινούν κείνον που πρόστεσε στην καθιερωμένη τελετή το λόγον τούτον, γιατί νομίζουν πως είναι ωραίο να εκφωνείται για να τιμηθούνε στην ταφή τους οι νεκροί των πολέμων. Εγώ θα είχα τη γνώμη πως σε ανθρώπους που δείχτηκαν γενναίοι με έργα, θα’ταν αρκετό με έργα να δειχτούν κι οι τιμές, όπως αυτά που και τώρα βλέπετε ότι ετοιμάστηκαν με τη φροντίδα της πολιτείας γύρω από τούτη την ταφή, και να μην κινδυνεύουν αν γίνουν πιστευτές οι παλικαριές πολλών από ένα μονάχα άντρα, αν μιλήσει καλά ή άσχημα. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με το σωστό μέτρο σε θέμα στο οποίο με πολύ κόπο γίνεται πιστευτό ότι λέει την αλήθεια. Γιατί όποιος ξέρει καλά τα γεγονότα κι είναι ευνοϊκός ακροατής, θα θεωρήσει ίσως ότι λέγονται αυτά κάπως κατώτερα απ’όσα ξέρει και θέλει ν’ακούσει, κι όποιος πάλι δεν τα γνωρίζει, θα νομίσει, από φθόνο, ότι μερικά είναι υπερβολές, αν τύχει κι ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δύναμή του. Γιατί οι έπαινοι, όταν λέγονται για άλλους, είναι ανεχτοί μονάχα ως εκεί που καθένας νομίζει ότι κι ο ίδιος είναι ικανός να κάμει κάτι απ’όσα άκουσε. για τα παραπάνω απ’τη δύναμή του, επειδή αμέσως τον πιάνει η ζήλια, δε δίνει πίστη. Αφού όμως οι πρόγονοι έκριναν πως έτσι αυτά είναι καλά, πρέπει κι εγώ, ακολουθώντας τη συνήθεια, να προσπαθήσω να ικανοποιήσω όσο μπορώ πιο πολύ, του καθενός σας την επιθυμία και τη γνώμη. Θα αρχίσω από τους προγόνους πρώτα. είναι αλήθεια, δίκαιο μαζί και ταιριαστό σε τέτοια τελετή να τους δίνεται η τιμή αυτής της μνημόνευσης. Γιατί ζώντας στη χώρα αυτή οι ίδιοι πάντα, η μια γενιά ύστερα απ’την άλλη, χάρη στην αντρεία τους μας την παρέδωσαν ελεύθερη ως σήμερα. Και κείνοι λοιπόν είναι άξιοι για έπαινο κι ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. αυτοί, κοντά σ’εκείνα που κληρονόμησαν, απόχτησαν την ηγεμονία που έχουμε, όχι χωρίς κόπο, και την άφησαν σ’εμάς τους τωρινούς. Της ηγεμονίας αυτής τη δύναμη με περισσότερο εμείς εδώ, όσοι σήμερα βρισκόμαστε ακόμη κάπου στην ώριμη ηλικία, κι ετοιμάσαμε την πόλη να’χει απόλυτη αυτάρκεια σε όλα και για πόλεμο και για ειρήνη. Αυτών εγώ τα πολεμικά κατορθώματαμε τα οποία αποχτήθηκε το καθένα, ή αν κάποτε εμείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας αποκρούσαμε θαρραλέα κάποιον επιδρομέα βάρβαρο ή Έλληνα, θα τα παραλείψω, γιατί δε θέλω να μακρηγορώ ’ανθρώπους που τα ξέρουν. Ποιες όμως αρχές ακολουθώντας φτάσαμε σ’αυτήν την ακμή και με ποιό πολίτευμα και τρόπο ζωής έγινε η πόλη πιο μεγάλη, αυτά θα παρουσιάσω πρώτα κι ύστερα θα προχωρήσω και στων νεκρών των τωρινών τον έπαινο, γιατί νομίζω πως μια τέτοια ώρα δε θα’ταν άπρεπο να ειπωθούν αυτά, κι ακόμη πως είναι ωφέλιμο όλο το συγκεντρωμένο εδώ πλήθος πολιτών και ξένων να τ’ακούσει. Έχουμε πολίτευμα που δεν αντιγράφει των άλλων τους νόμους, αλλά πιο πολύ είμαστε εμείς παράδειγμα σε μερικούς παρά μιμητές τους. Κι έχει τούτο το πολίτευμα το όνομα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, γιατί δε διοικούν οι λίγοι, αλλά οι περισσότεροι. κι είναι όλοι οι πολίτες μπροστά στους νόμους ίσοι για τις ιδιωτικές τους διαφορές. για την προσωπική όμως ανάδειξη και τις τιμές, καταπώς ξεχωρίζει καθένας σε κάτι προτιμιέται στα δημόσια αξιώματα, πιο πολύ γιατί είναι ικανός παρά γιατί τον ανάδειξε ο κλήρος. ούτε πάλι κάποιος, επειδή είναι φτωχός, κι ενώ μπορεί να κάμει κάτι καλό στην πολιτεία, εμποδίζεται απ’αυτήν την ασήμαντη κοινωνική του θέση. Κι όχι μονάχα στη δημόσια ζωή μας ζούμε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις είμαστε λυτρωμένοι από την καχυποψία μεταξύ μας και δεν θυμώνουμε με το γείτονά μας, αν κάτι καταπώς τον ευχαριστεί, ούτε παίρνουμε απέναντί του το ύφος του ενοχλημένου, πράγμα που μπορεί βέβαια να μην τον βλάφτει, σίγορα όμως τον στενοχωρεί. Κι ενώ στην ιδιωτική μας ζωή δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο, στα δημόσια πράγματα δεν κάνουμε παρανομίες από εσωτερική προπάντων παρόρμηση, υπακούοντας στους κάθε φορά άρχοντες μας και στους νόμους, ιδιαίτερα σε κείνους απ’αυτούς που έχουν ψηφιστεί για την προστασία των αδικημένων και σ’όσους, αν κι άγραφοι, όμως φέρνουν ντροπή αναμφισβήτητη στους παραβάτες. Αλλά και για το πνεύμα μας φροντίσαμε και βρήκαμε πάρα πολλούς τρόπους ξεκούρασης, με τη συνήθεια να τελούμε αγώνες και γιορτές απανωτά όλον το χρόνο και να’χουμε, καθένας για τον εαυτό του, τα καλοσυγυρισμένα σπιτικά μας. η καθημερινή ευχαρίστηση που δίνουν αυτά αποδιώχνει τη στεναχώρια. Ακόμη φτάνουν, μια και η πόλη μας είναι τόσο δυνατή, από κάθε γωνιά της γης τα πάντα κι έτσι συμβαίνει εμείς να μη χαιρόμαστε σαν περισσότερο δικά μας τ’αγαθά της χώρας μας απ’ό,τι κείνα των άλλων ανθρώπων. Διαφέρουμε απ’τους αντιπάλους μας και στη μελέτη των πολεμικών στ’ακόλουθα. Την πόλη μας την έχουμε ανοιχτή σ’όλους και ποτέ με ξενηλασίες δεν εμποδίζουμε κάποιον να δει ή ν’ακούσει κάτι, που αν δεν έμενε κρυφό και το ‘βλεπε κάποιος εχθρός θα μπορούσε να ωφεληθεί, γιατί πιο πολύ στηριζόμαστε όχι στις ετοιμασίες και στα στρατηγήματα παρά στην προσωπική μας ευψυχία την ώρα της δράσης. Και στην ανατροφή, ενώ εκείνοι, με επίπονες ασκήσεις, από παιδιά ακόμη κυνηγούν την αντρεία, εμείς, μόλο που ζούμε άνετα, βαδίζουμε μ’όχι λιγότερο θάρρος στους ίδιους κινδύνους. Και να η απόδειξη. οι Λακεδαιμόνιοι δεν εκστρατεύουν μονάχοι τους στη χώρα μας, αλλά μ’όλους τους συμμάχους τους, ενώ εμείς μονάχοι εισβάλλουμε στη χώρα των άλλων και, μ’ όλο που πολεμούμε σε ξένη γη, χωρίς δυσκολία, τις περισσότερες φορές, νικούμε αυτούς που υπερασπίζουν τα σπίτια τους. Και συγκεντρωμένη τη δύναμή μας κανείς εχθρός ως τώρα δεν αντιμετώπισε, γιατί εμείς, ταυτόχρονα, και το ναυτικό φροντίζουμε και στη στεριά στρατό, σε πολλά μέρη, από μας τους ίδιους στέλνουμε. Κι αν κάπου οι εχθροί συγκρουστούν με κανένα μικρό μας τμήμα, αν νικήσουν μερικούς από μας, καυχιούνται πως μας απόκρουσαν όλους, αν πάλι νικηθούν, λένε πως νικήθηκαν απ’όλους μας μαζί. Κι όμως, αν έχουμε τη θέληση ν’αντικρίζουμε τον μελα παρά μ’επίπονες ασκήσεις, και με αντρεία που δεν την επιβάλλει τόσο ο νόμος όσο ο τρόπος της ζωής μας, μας μένει το κέρδος και να μην καταπονιόμαστε απ’τα πριν για τα μελλοντικά δεινά κι όταν έρθουμε σ’αυτά να μη δειχνόμαστε κατώτεροι στην τόλμη από κείνους που αδιάκοπα μοχθούν. Και γι’αυτά η πόλη μας αξίζει να τη θαυμάζει κανείς κι ακόμη για άλλα. Αγαπούμε το ωραίο στην απλότητα, αγαπούμε τα γράμματα χωρίς να καταντούμε μαλθακοί. (Φιλοκαλούμεν δε μετ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας). Τον πλούτο πιο πολύ τον έχουμε σαν ευκαιρία για έργα παρά σαν αφορμή για καυχησιές. τη φτώχεια του να παραδέχεται κανείς δεν είναι ντροπή. μεγαλύτερη ντροπή είναι να μην πασχίζει με τη δουλειά να γλιτώσει απ’αυτήν. Μπορούμε οι ίδιοι να φροντίζουμε για τις δικές μας υποθέσεις και μαζί για τις δημόσιες και μόλο που καθένας μας είναι απασχολημένος με τη δουλειά του, άλλος τούτη άλλος κείνη, δεν είμαστε γι’αυτό λιγότερο κατατοπισμένοι και στα πολιτικά. Γιατί μονάχοι εμείς αυτόν που δεν παίρνει καθόλου μέρος σ’αυτά τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο, κι εμείς οι ίδιοι ή κάνουμε ορθές σκέψεις και προτάσεις πάνω στις υποθέσεις της πολιτείας ή, τουλάχιστον, παίρνουμε σωστές αποφάσεις γι’αυτές, γιατί δε νομίζουμε πως τα λόγια βλάφτουν τα έργα, αλλά ότι πιο πολύ βλάφτει να μη διαφωτιστούμε πιο μπροστά με το λόγο για τα όσα πρέπει να κάνουμε. Γιατί και σε τούτο, αλήθεια, ξεχωρίζουμε, ώστε οι ίδιοι και πολύ τολμηροί να’μαστε και πολύ να συλλογιζόμαστε όσα θα επιχειρήσουμε. ως προς αυτό, στους άλλους η άγνοια φέρνει τόλμη απερίσκεπτη κι η γνώση δισταγμό (αμάθεια μεν θράσος, λογισμός δε όκνον φέρει). Και πιο δυνατή ψυχή δίκαια θα λογαριαστεί πως έχουν εκείνοι που ξέρουν πεντακάθαρα και τα φοβερά και τα ευχάριστα κι όμως γι’αυτό δεν προσπαθούν ν’αποφύγουν τους κινδύνους. Και στην εκδήλωση φιλικής διάθεσης απέναντι στους άλλους, είμαστε αντίθετοι με τους πολλούς, γιατί αποχτούμε τους φίλους μας όχι με το να μας ευεργετούν αλλά με το να τους ευεργετούμε (ου γαρ πάσχοντες ευ, αλλα δρώντες κτώμεθα φίλους). Κι είναι ο ευεργέτης φίλος πιο σταθερός, γιατί προσπαθεί να διατηρεί τη χάρη που του χρωστιέται με τη συμπάθειά του σ’αυτόν που έχει κάμει το καλό, ενώ κείνος που χρωστάει χάρη είναι λιγότερο πρόθυμος, επειδή ξέρει ότι την καλοσύνη του θα την κάμει όχι για να του χρωστούν χάρη, αλλά για να ξοφλήσει χρέος. Και μονάχοι εμείς βοηθούμε άφοβα τους άλλους, όχι τόσο από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς όσο από τις άδολες φιλελεύθερες πεποιθήσεις μας. Συνοψίζοντας λέω ότι και η πόλη μας στο σύνολό της, είναι η παιδευτική εστία της Ελλάδας και καθένας από μας, ο ίδιος άντρας, έχω τη γνώμη πως θα μπορούσε, με την πιο μεγάλη άνεση και χάρη, να παρουσιάσει τον εαυτό του ολοκληρωμένο σε πάρα πολλές εκδηλώσεις της ζωής. Κι ότι αυτά που λέω δεν είναι καυχησιές για την περίσταση, αλλά πραγματική αλήθεια, το φανερώνει η ίδια η δύναμη της πόλης μας που την αποχτήσαμε με αυτούς τους τρόπους ζωής. Γιατί μονάχη αυτή, από της τωρινές πόλεις, στη δοκιμασία αποδείχνεται ανώτερη από τη φήμη της, και μονάχη αυτή, ούτε στους εχθρούς που ήρθαν εναντίον της δίνει αφορμή να αγαναχτήσουν από ποιούς κακοπαθούν, ούτε στους υπηκόους να παραπονεθούν ότι τάχα τους κυβερνούν ανάξιοι. Και επειδή παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με μεγάλα σημάδια, κι όχι, αλήθεια, δίχως μάρτυρες, κι οι σύγχρονοι κι οι μεταγενέστεροι θα μας θαυμάζουν, χωρίς να’χουμε καθόλου ανάγκη ούτε από έναν Όμηρο για να μας υμνήσει, ούτε από κανέναν άλλο που με τα λόγια του για μια στιγμή θα τέρψει, την ιδέα όμως που σχηματιζόταν για τα έργα μας θα’ρχόταν να τη ζημιώσει αργότερα η πραγματική αλήθεια. Εξαναγκάσαμε κάθε στεριά και θάλασσα να ανοίξει διάβα στην τόλμη μας και στήσαμε παντού μνημεία αθάνατα, μαζί για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας. Για μια τέτοια λοιπόν πόλη κι αυτοί εδώ, έχονας τη δίκαιη απαίτηση να μην τη στερηθούν, πολέμησαν γενναία και σκοτώθηκαν, κι από μας που μένουμε καθένας είναι φυσικό να θέλει να υποφέρει οτιδήποτε για χάρη της. Γι’αυτό ακριβώς και μίλησα πλατιά για την πόλη, γιατί ήθελα και να σας διαφωτίσω πως δεν αγωνιζόμαστε για τα ίδια πράγματα εμείς κι όσοι δεν έχουν τίποτε παρόμοιο μ’αυτά, και ταυτόχρονα να στηρίξω σε φανερές αποδείξεις τον έπαινο αυτών για τους οποίους τώρα μιλώ. Και πραγματικά έχει ειπωθεί από μένα του επαίνου τούτου το πιο μεγάλο μέρος. γιατί με όσα εγώ την πόλη ύμνησα, τα κατορθώματα αυτών εδώ και των ομοίων τους τη στόλισαν. και για λίγους Έλληνες, όπως γι’αυτούς εδώ, θα φαινόταν ο έπαινος ισόβαρος με τα έργα τους. Και νομίζω πως ο τωρινός θάνατος αυτών εδώ φανερώνει την αντρεία τους είτε τούτος είναι το πρώτο μήνυμά της είτε η τελευταία επισφράγησή της. Γιατί, αλήθεια, σε κείνους που στ’άλλα φαίνονται κάπως κατώτεροι, είναι δίκαιο, η παλικαριά που δείχνουν στους πολέμους για την πατρίδα να μπαίνει μπροστά και να τα σκεπάζει όλα. γιατί με την αντρεία τους εξαφάνισαν τ’άλλα κακά, κι έτσι, όλοι μαζί, πιο πολύ ωφέλησαν παρά ο καθένας, με τα ατομικά σφάλματά του, έβλαψε. Απ’αυτούς εδώ τους νεκρούς όμως, κανείς, ούτε πλούσιος προτίμησε να χαίρεται κι άλλο τα πλούτη και δείχτηκε δειλός, ούτε φτωχός, με την ελπίδα που δίνει η φτώχεια, πως μπορεί μελλοντικά να γλιτώσει απ’αυτήν και να γίνει πλούσιος, προσπάθησε να αναβάλει τη συμφορά. αντίθετα, έκριναν πως πιο ποθητή απ’αυτά είναι η τιμωρία των εχθρών και μαζί νόμισαν ότι αυτός ο κίνδυνος είναι ο πιο ωραίος, κι έτσι θέλησαν, αντιμετωπίζοντάς τον, τούτους να τους εκδικηθούν, εκείνα να τα επιθυμούν. Για το άγνωστο της επιτυχίας του αγώνα βασίστηκαν στην ελπίδα, γι’αυτό όμως που αντιμετώπισαν στην πράξη θεώρησαν χρέος τους να βασιστούν στον εαυτό τους. Και μέσα πια σ’αυτόν τον κίνδυνο προτίμησαν να αγωνιστούν και να πεθάνουν παρά να υποχωρήσουν και να σωθούν, κι έτσι την ντροπή να τους λένε δειλούς απόφυγαν, βάσταξαν όμως τον αγώνα, δίνοντας τη ζωή τους, και πάνω σε μιαν ελάχιστη στιγμή, κείνην ακριβώς που κρινόταν η τύχη τους, γλίτωσαν όχι από το φόβο, πιο πολύ απ’την ιδέα του φόβου. Κι αυτοί εδώ, αλήθεια, σαν άξια παιδιά της πόλης, τέτοιοι δείχτηκαν. όσοι όμως μένουμε πρέπει βέβαια να ευχόμαστε να’χουμε καλύτερη τύχη, να θεωρούμε όμως χρέος μας να μην έχουμε καθόλου πιο άτολμο φρόνημα απένατι στους εχθρούς, λογαριάζοντας όχι μονάχα με το νου την ωφέλεια από την αντρεία, για την οποία, μόλο που την ξέρετε οι ίδιοι καλά, θα μπορούσε κανείς να μακρολογά, αναφέροντας πόσα καλά υπάρχουν στο ν’αντιστέκεσαι στους εχθρούς, αλλά πιο πολύ θωρώντας κάθε μέρα στην πράξη τη δύναμη της πόλης κι αγαπώντας τη με πάθος. κι όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη, να συλλογίζεστε πως αυτά τ’απόχτησαν άντρες τολμηροί που ήξεραν το χρέος τους κι είχαν φιλότιμο την ώρα της δράσης. κι αν καμιά φορά αποτύχαιναν σε κάποια προσπάθειά τους, όμως γι’αυτό δεν έκριναν άξιο να στερήσουν την πόλη απ’τη δική τους αντρεία, αλλά την πρόσφεραν σ’αυτή σαν την πιο ωραία συνεισφορά τους. Γιατί προσφέροντας όλοι μαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ξεχωριστά ο καθένας τον αγέραστο έπαινο και τον πιο λαμπρό τάφο, όχι τόσο αυτόν που κείτονται, όσο κείνον στον οποίο η δόξα τους μένει και μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, είτε πρόκειται για λόγο είτε για δράση. Γιατί των μεγάλων αντρών τάφος είναι όλη η γη και σημάδι της ύπαρξής τους δεν είναι μονάχα η επιγραφή μιας στήλης στην πατρίδα τους, αλλά και στις ξένες χώρες, μες στην ψυχή καθενός. ζει άγραφη θύμηση, πιο πολύ για την απόφασή τους παρά για το έργο τους. Αυτοί λοιπόν εδώ, αφού σας γίνουν τώρα παράδειγμακαι σκεφτείτε πως ευτυχία σημαίνει ελευθερία και ελευθερία σημαίνει αντρεία, να μην δειλιάζεται μπροστά στους κινδύνους του πολέμου. Γιατί δε θα’ταν και τόσο δίκαιο να μη λογαριάζουν τη ζωή τους, όσοι δυστυχούν και δεν ελπίζουν σε κανένα καλό, αλλά όσοι στη ζωή που τους μένει κινδυνεύουν να πέσουν απ’την ευτυχία στη δυστυχία, και που γι’αυτούς η διαφορά θα είναι εξαιρετικά μεγάλη, αν συμβεί και αποτύχουν.Γιατί σ’έναν άντρα με φρόνημα, είναι πιο πικρή η ταπείνωση που ακολουθεί τη δειλία, παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει σε στιγμή δύναμης και κοινής ελπίδας. Γι’αυτό και τους γονείς των τωρινών νεκρών, όσοι βρίσκεσται εδώ τόσο δε σας κλαίω όσο θέλω να σας παρηγορήσω. Ξέρουν πια καλά πως τη ζωή τους την πέρασαν μέσα σε λογιών αλλαγές της τύχης. κι ευτυχία είναι όσοι βρουν το πιο τιμημένο τέλος, όπως σήμερα αυτοί εδώ, ή την πιο τιμημένη λύπη, όπως σεις, κι όσων απ’τη μοίρα η ζωή μετρήθηκε έτσι, ώστε να είναι καλότυχοι όσο ζουν και να τους βρει ένας ωραίος θάνατος να συμπέσουν. Ξέρω, αλήθεια, πως είναι δύσκολο μ’όσα είπα να σας πείσω γι’αυτούς, που πολλές φορές θα’χετε αφορμή να τους θυμάστε στις χαρές των άλλων, χαρές τις οποίες και σεις κάποτε χαιρόσαστε. και λυπάτε κανείς όχι αν δεν έχει αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά αν κάτι που το έχει συνηθίσει κατόπιν το χάσει. Πρέπει όμως να δείχνετε εγκαρτέρηση και με την ελπίδα απόχτησης άλλων γιων, όσοι ακόμη είστε σε ηλικία να κάνετε παιδιά. γιατί και ατομικά οι γιοι που θα γεννηθούν κατόπι θα κάμουν μερικούς να ξεχάσουν αυτούς που δεν υπάρχουν, και στην πόλη θα είναι αυτό ωφέλιμο διπλά, και γιατί δε θα ερημώνεται και γιατί θα είναι ασφαλής. Γιατί δεν είναι δυνατό να αποφασίζουν για την πόλη ορθά και δίκαια όσοι δεν κινδυνεύουν σαν τους άλλους προσφέροντας κι αυτοί το ίδιο παιδιά. Όσοι πάλι είστε περασμένης ηλικίας, και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας που ζήσατε ευτυχισμένοι να το θαρρείτε κέρδος και το υπόλοιπο ότι θα είναι μικρό, και να ανακουφίζεστε με τη δόξα αυτών εδώ. Γιατί μονάχα η αγάπη για τις τιμές δεν γερνάει ποτέ, και στ’άχρηστα γηρατειά μεγαλύτερη τέρψη δε δίνει, όπως λένε μερικοί, το κέρδος, αλλά οι τιμές. Για τους γιους πάλι των νεκρών, όσοι βρίσκεσται εδώ, ή για τους αδελφούς βλέπω πιο δύσκολο τον αγώνα (γιατί κείνον που δεν υπάρχει, καθένας συνηθίζει να τον παινεύει) και με δυσκολία, αν δείξετε υπέρμετρη αντρεία, μπορεί να σας κρίνουν όχι όμοιους, αλλά λίγο κατώτερους. Γιατί οι ζωντανοί φθονούν τους ανταγωνιστές τους, ενώ κείνους που δεν τους στέκονται πια εμπόδιο τους τιμούν με αδιαφιλονίκητη εύνοια. Αν είναι ανάγκη να κάμω κάποια μνεία και για την αρετή των γυναικών, όσες τώρα θα μείνουν χήρες, θα πω ό,τι πρέπει με μια σύντομη παραίνεση. να μη δειχτείτε κατώτερες από τη γυναικεία σας φύση, μεγάλη θα είναι η δόξα σας, το ίδιο και για όποιαν θα μιλάνε οι άντρες ανάμεσά τους όσο γίνεται λιγότερο, είτε για να την παινέψουν είτε για να την κατηγορήσουν. Είπα κι εγώ, σύμφωνα με τη συνήθεια, όσα είχα κατάλληλα και με έργα, αυτοί που τάφηκαν, από τη μια τιμήθηκαν, απ’την άλλη τα παιδιά τους, από σήμερα κι ώσπου να γίνουν έφηβοι, η πόλη με δημόσια δαπάνη θ’αναθρέψει, προβάλλοντας έτσι ως βραβείο στους τέτοιους αγώνες ένα ωφέλιμο στεφάνι και για τους νεκρούς τούτους και για όσους μένουν. γιατί όπου υπάρχουν νομοθετημένα έπαθλα πολύ μεγάλα για την αντρεία, εκεί ζουν κι άριστοι πολίτες. Και τώρα, αφού καθένας αποτελειώσει το θρήνο του δικού του, ας πάτε στα σπίτια σας.»
[34 ]
πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν. ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ, ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως, ὃς ἂν γνώμῃ τε δοκῇ μὴ ἀξύνετος εἶναι καὶ ἀξιώσει προήκῃ, λέγει ἐπ' αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα· μετὰ δὲ τοῦτο ἀπέρχονται. ὧδε μὲν θάπτουσιν· καὶ διὰ παντὸς τοῦ πολέμου, ὁπότε ξυμβαίη αὐτοῖς, ἐχρῶντο τῷ νόμῳ. ἐπὶ δ' οὖν τοῖς πρώτοις τοῖσδε Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη λέγειν. καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε.
᾿Εν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι ᾿Αθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι βούληται· ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, ο῏ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν. ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι. τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως, καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν
[35 ]
'Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.
[36 ]
πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.
'῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ ῞Ελληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτὰ καὶ μεθ' οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας
[37 ]
'Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ' αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι' ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ' ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.
[38 ]
'Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ' ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
[39 ]
ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις.
'Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ' ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ' ἑαυτούς, μεθ' ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ' ἁπάντων
[40 ]
'Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι' εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.
[41 ]
πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.
'Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ' ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ' ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ' ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ' ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ' οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ' ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν
[42 ]
'Δι' ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ' οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν ῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ' αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ' ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι' ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.
[43 ]
ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ' οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ {[ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.
'Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ' ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ
[44 ]
'Δι' ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ' εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ' οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι ο῏ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ' αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι. [45 ] παισὶ δ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ' ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ' ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.
[46 ]
τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε
'Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν

Ο επιτάφιος λόγος του Περικλή

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Εισηγήσεις 2ου Πανγεροντιανού Συμποσίου

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑ  “ΔΙΔΥΜΑΙΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ”

Και όμως ριζώσαμε…….

Παρουσίαση εισηγήσεων  στο 2ο Πανγεροντιανό Συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε στις 26 -27 Μαρτίου 2011

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011
1.       Η επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων και ο πρόεδρος της πρέσβης των ΗΠΑ
Μαλκίδης Φάνης, Διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών
2.       Από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στον Γέροντα Καβάλας – Τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου , Βαρυπάτης  Στέλιος, έφορος αρχειακού υλικού συλλόγου
3.       Αρχείο συλλόγου. Περιπλάνηση στον κόσμο της πληροφορίας , προοπτικές και σημαντικότητα υλικού, Ματζιουράνη Μαρία (ιστορικός – αρχειοθέτης) – Βαρυπάτης Στέλιος
4.       Η μουσική , τα τραγούδια και τα γλέντια των Γεροντιανών προσφύγων σε όλη την Ελλάδα , Αριστογείτων Κώτσας
5.       Αποκατάσταση των Γεροντιανών προσφύγων στην Πάρο , παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στην Πάρο μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
6.       Αποκατάσταση Γεροντιανών προσφύγων στο Ηράκλειο Κρήτης παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στο Ηράκλειο,  μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
7.       Αποκατάσταση Γεροντιανών προσφύγων στη Λέρο, παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στη Λέρο,  μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
8.       Αποκατάσταση Γεροντιανών προσφύγων στη Κω, παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στη Κω,  μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
9.       Αποκατάσταση Γεροντιανών προσφύγων στη Σάμο, παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στη Σάμο,   μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
1.                  Η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων στο Νομό Καβάλας. Εποικισμός – στέγαση – γεωργικός κλήρος , Λυκουρίνος Κυριάκος (ιστορικός – προϊστάμενος Γ.Α.Κ Ν. Καβάλας)
2.                  Αποκατάσταση των Γεροντιανών προσφύγων στην επαρχία Νέστου Καβάλας – Ζαρκαδιά παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στη Ζαρκαδιά   μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
3.                  Αποκατάσταση των Γεροντιανών προσφύγων στη  Νάξο, παρουσίαση από Γεροντιανό του νησιού των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στη Νάξο μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
4.                  Αποκατάσταση των Γεροντιανών προσφύγων στη Θήβα, παρουσίαση από Γεροντιανό  των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στη Θήβα  μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
5.                  Αποκατάσταση των Γεροντιανών προσφύγων στην Αττική, παρουσίαση από Γεροντιανό  των συνθηκών εγκατάστασης και ριζώματος των προσφύγων από τον Γέροντα Μικράς Ασίας στην Αττική  μέσα από προσωπικές αφηγήσεις Γεροντιανών πρώτης και δεύτερης γενιάς  
6.                  Η εγκατάσταση των προσφύγων της Μ. Ασίας 1923 -1927 και η καλλιέργεια του καπνού , Κώτσα Καλλίοπη - Δημόσια Υπάλληλο
7.                  Πρόσφυγες στην Καβάλα του Μεσοπολέμου – Υγιεινή και περίθαλψη των προσφύγων , Τανή Σοφία – Εκπαιδευτικό
8.                  Γεροντιανοί Λογοτέχνες , Χατζηφωτεινός Κωστής - Συγγραφέας


Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Μπεκτασιμός


Με αφορμή συζητήσεις με φίλους για το Ντεντέ Ντάγ (Αγιοβούνι) θέλησα να καταγράψω κάποιες πρώτες πληροφορίες για το τάγμα των Μπεκτασίδων καθώς σύμφωνα με αναφορές περιηγητών (Εβλιγιά Τσελεμπή) στο Αγιοβούνι υπήρξε Μπεκτασίδικο μοναστήρι στα ερείπια του οποίου ακόμη και σήμερα κάποιοι Αλβανοί ή πομάκοι βοσκοί ανάβουν κεριά σε ένδειξη ευλάβειας.
1.       Δύο τάγματα οι Μελαμήδες (αυστηρό τάγμα) και οι Καλεντέρηδες (διέφθειραν τα μουσουλμανικά ήθη) γνώριζαν την αποδοκιμασία των Σουνιτών Μουσουλμάνων οι οποίοι τους κατηγορούσαν για τη χαλαρή ηθική τους και τη μη τήρηση των θρησκευτικών τύπων που επέβαλε το κοράνι.
2.       Μετά τη πτώση της Πόλης και κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο υπήρξε περίοδος που τα θρησκευτικά τάγματα ανέρχονταν σε 150.
3.       Μπεκτασήδες – μυστικό φιλοσοφικό τάγμα των μοναχών Δερβίσηδων (πτωχών) με ιδρυτή τον Μπεκτάς και ανήκαν στην αίρεση των Αλεβίδων
4.       Οι αδικίες σε βάρος των συγγενών του Μωάμεθ μετά τον θάνατο του οδήγησαν τον μουσουλμανικό κόσμο σε δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις: τους Σιϊτες (πιστοί στους συγγενείς του Μωάμεθ) και τους Σουνίτες (οι ορθώς πιστεύοντες – οι «οορθόδοξοι» θα λέγαμε  
5.       Οι παραπάνω τύποι μοναχών (παράγραφος 1) δεν είναι οι μόνοι καθώς υπήρξαν και οι φακήρ (πτωχοί) εκ της αραβικής λέξεως και οι Δερβίσηδες (ολιγαρκείς) περσικής προέλευσης.
6.       Ενώ το κοράνι απαγόρευε τη λατρεία των αγίων εντούτοις ο απλός λαός τιμούσε τους αγίους (εβλιγιά) ενώ οι τάφοι τους (τουρμπέδες) αποτελούσαν τόπο προσκυνήματος από τον απλό λαό.  
7.       Κοινό στοιχείο μεταξύ όλων των μουσουλμανικών θρησκευτικών ταγμάτων αποτελούσε η θεωρία του υλισμού η οποία δίδασκε ότι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να γνωρίσει το Θεό αφού η εσωτερική του ουσία παραπέμπει σε πνευματικό ον και ως εκ τούτου μπορεί να γνωρίσει το παγκόσμιο πνεύμα , το Θείο. Διακηρύσσει ότι είναι η βάση και η σύνθεση όλων των αληθειών που είναι κοινές σε όλες τις θρησκείες. Συνοψίζοντας , η ενότητα της ύπαρξης , ο μονοθεϊσμός , δηλαδή η πίστη και η λατρεία ενός Θεού.
8.       Σε ότι αφορά τον Μπεκτασισμό αποτέλεσε το σπουδαιότερο μυστικό φιλοσοφικό των μοναχών Δερβίσηδων (πτωχών). Για την εξάπλωση του Ισλάμ ως θρησκεία δεν χρειάζονταν μακρά περίοδο κατήχησης. Αρκούσε ο κατηχούμενος να πει τη φράση: Δεν υπάρχει άλλος Θεός, ο δε Μωάμεθ είναι ο προφήτης του. Το μέτρο αυτό επέδρασε δραστικά υπέρ της εξάπλωσης του Ισλάμ.
9.       Οι χωρικοί της Ανατολής και οι Τουρκομάνοι όμως δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τα περίπλοκα κηρύγματα των ιεραποστόλων του Ισλάμ. Έτσι οι ουλεμάδες (άραβες ως επί τω πλείστον θεολόγοι) προτιμούσαν  να κινούνται και να διδάσκουν πέριξ των πόλεων όπου το ακροατήριο τους μπορούσε να κατανοήσει το περίπλοκο από άποψεως διατυπώσεων και δογμάτων κήρυγμα τους.
10.   Ο κατώτερος βαθμός στα μπεκτασίδικα τάγματα ήταν ο Δερβίσης , έπειτα ο Ντεντέ και ο μεγαλύτερος ήταν ο Μπαμπά. Σε ότι αφορά το μέγιστο επί της γης ιερό των Μπεκτασήδων αυτός είναι ο Αυθέντης Τσελεμπής (Τσελεμπή Εφέντη).
11.   Στις γιορτές τους μεγάλη σημασία αποδίδουν στη λυχνοκαϊα και στο άναμμα κεριών εξαιτίας και της επίδρασης τους από τον χριστιανισμό.
12.   Οι προγραφές του Σουλτάνου Σελίμ του Τρομερού και η εξόντωση των γενιτσάρων από τον Σουλτάνο Μαχμούτ τον Β΄ έπληξαν καίρια τον Μπεκτασισμό.
(Τις πληροοφορίες αυτές άντλησα από το βιβλίο του Βλαδίμηρου Μιρμιρόγλου , εκδόσεις Εκάτη, ά έκδοση 12-7-1940 , Κωνσταντινούπολη)