Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ


Στους δρόμους της Μικρασίας , οδοιπορικό 1890
G. Deschamps , εκδόσεις Τροχαλία
Χίος – Σμύρνη – Αϊδίνι – Έφεσος – Καρία –Πισιδία
Σμύρνη και Καρία 
Η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της Σμύρνης φαίνεται από το γεγονός ότι το τελευταίο τέταρτο του 19ου  αιώνα ξεπερνά σε εξαγωγές και την ίδια την Κωνσταντινούπολη.  Το 1878 ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ καταργεί το πρώτο Οθωμανικό Σύνταγμα , τερματίζοντας την περίοδο των μεταρρυθμίσεων , γνωστή ως Τανζιμάτ. Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου θα σημάνει και την επέκταση των Ελλήνων της Ιωνίας προς τα ανατολικά , μια εκστρατεία η οποία προηγείται της διείσδυσης του ξένου καπιταλιστικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με την απογραφή του αγγλικού προξενείου το 1891 ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 207.000 κατοίκους κε των οποίων : Τούρκοι 52.000, Έλληνες 107.000, Αρμένιοι 12.000, Ιουδαίοι 23.000, Ιταλοί 6.500, Γάλλοι 2.500, Αυστριακοί 2.200, Άγγλοι 1.500. Για τον λόγο αυτό η Σμύρνη ονομάζονταν Γκιαούρ Ισμίρ.
Σε ότι αφορά τα πλοία που κατευθύνονταν στη Σμύρνη πρώτα έπρεπε να  σταθμεύσουν στο αγκυροβόλιο των Κλαζομενών ως μέτρο προστασίας για την χολέρα την οποία φοβούνταν οι Τούρκοι γιατροί. Στα μάτια του επισκέπτη απλώνονταν μια πόλη σύγχρονη και βάρβαρη, νεότατη και γηραλέα, ελληνική , γαλλική, ιταλική και τούρκικη, παράξενα σύνθετη, κοσμοπολίτισσα και πολύγλωσση , με τους μιναρέδες της εποχής του Μωάμεθ, το μουσουλμανικό νεκροταφείο, , το πέπλο των κυπαρισσιών , τα λευκά καμπαναριά και τους πράσινους θόλους των ορθόδοξων εκκλησιών της, το γκρίζο κοπάδι των οθωμανικών σπιτιών που είχε καταφύγει πολύ μακριά προς τα άγρια υψώματα του Πάγου. Αν θέλει κανείς να μυηθεί βαθμιαία στις ομορφιές της Σμύρνης , μετά τον βαθύ μεσημεριανό ύπνο, πρέπει να αναπνεύσει γαλήνια τον θαλασσινό αέρα καθισμένος αναπαυτικά στο καφενείο του Λουκά , με ένα φλιτζάνι καφέ και αναψυκτικά μπροστά του, κοιτάζοντας το πολύχρωμο πλήθος των περαστικών και τη θεϊκή όμορφη θέα. Οι Σμυρνιές είναι πραγματικά όμορφες όταν τα βράδια σεργιανίζουν στην ακρογιαλιά με τις φωτεινές τους τουαλέτες. Φαίνονται νωχελικές και ράθυμες … όμως μες τη λευκότητα των προσώπων τους τα χείλη είναι κόκκινα , τα φρύδια καλογραμμένα και από τα μαύρα αδιάφορα μάτια τους , κάτω από τις μαύρες βλεφαρίδες, κάποιες φορές φλογερές ακτίνες φτάνουν ως τα βάθη της ψυχής σου.
Πιο πέρα στη Τούρκικη συνοικία παρατηρεί ζεϊμπέκους από τα βουνά του Αϊδινίου που τους αναγνώριζε κανείς από τα πανύψηλά τουρμπάνια και τις πολύ κοντές λευκές βράκες , μέσα από τις οποίες ξεπηδούσαν τα γυμνά τους πόδια. Η νύχτα του ραμαζανιού , οι πόρτες του καφέ και των σερμπέτ , οι καπνιστές ναργιλέ, οι τραγουδιστές , τα πρόσωπα , οι φορεσιές , τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Ο χρόνος δεν υπάρχει για το καραβάνι που σταθμεύει ανέμελο πλάι στις πηγές , κάτω από τη σκιά των δέντρων.
Στη λεγόμενη φράγκικη οδό βρίσκονταν τα πιο όμορφα κτήρια της πόλη. Τα ελληνόπουλα που φοιτούσαν σε ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης (Κολλέγιο της Προπαγάνδας, οικοτροφείο των Αδελφών της Σιών , ορφανοτροφεία των Αδελφών του Ελέους) ανέρχονταν σε 403 αγόρια και κορίτσια σε σύνολο 2.385 παιδιών. Οι υπόλοιποι μαθητές  ήταν κατανεμημένοι ως εξής: 818 Οθωμανοί, 414 Ιταλοί, 317 Γάλλοι, 216 Αυστριακοί, 121 Άγγλοι, 35 Ολλανδοί και λοιποί 58.
Οι Έλληνες είναι τόσοι πολλοί στη Σμύρνη ώστε τη θεωρούν τμήμα της επικράτειας τους. Οι 80.000 Έλληνες που κατοικούν στους δρόμους του Ρωμαϊκου Μαχαλά και της Πούντας συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στην πατρίδα τους, θεωρούν τον πρόξενο του βασιλιά Γεωργίου φυσικό ηγέτη τους, υψώνουν τη γαλανόλευκη χωρίς την άδεια κανενός, επικαλούνται ανοιχτά και σε κάθε ευκαιρία τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους σχεδόν με τους Τούρκους αφού πληρώνουν στους φοροεισπράκτορες τον έγγειο φόρο, την δεκάτη (για τα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα) , φόρο για τα κοπάδια και το Bedel - i askeri φόρο που επιβάλλεται σε όλους τους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου που θέλουν να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία. Ξύπνιοι , ευκίνητοι,  ευφυέστατοι και εξαιρετικά διασκεδαστικοί οι Έλληνες της Σμύρνης είναι καφετζήδες , παντοπώλες ή βαρκάρηδες , επαγγέλματα που τα προτιμούν στη κατώτερη τάξη,  ενώ οι συμπατριώτες τους της ανώτερης τάξης διαλέγουν το επάγγελμα του γιατρού ή του δικηγόρου.
Σε ότι αφορά τα σχολεία , οι Μητροπόλεις της Σμύρνης , της Εφέσου και της Φιλαδέλφειας διαθέτουν ίσως τα περισσότερα σχολεία και το πιο πολυάριθμο διδακτικό προσωπικό από όλες τις ορθόδοξες μητροπόλεις της Τουρκίας. Συγκεκριμένα σε ότι αφορά τα σχολεία της Σμύρνης αυτά διοικούνται από μια εφορία, τα έσοδα της οποίας προέρχονται από συνδρομές, δωρεές , κληροδοτήματα και από τα δίδακτρα των μαθητών. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες στατιστικές , στα σχολεία αυτά φοιτούν 8.580 μαθητές (4.044 αγόρια και 4.536 κορίτσια). Πάνω από 600 κορίτσια φοιτούν , τα περισσότερα δωρεάν στο σχολείο της Αγίας Φωτεινής. Το Ομήρειον που ιδρύθηκε το 1881, προορίζεται για τα κορίτσια της εύπορης τάξης. Το πιο παλιό όμως και πλουσιότερο σχολείο της Σμύρνης είναι η Ευαγγελική Σχολή που ιδρύθηκε το 1723.
Δυο ελληνικές εφημερίδες κυκλοφορούν αυτή την εποχή. Η Αμάλθεια και η Νέα Σμύρνη (η Αμάλθεια συνέχισε την έκδοση της και μετά την καταστροφή ενώ η Νέα Σμύρνη διέκοψε την κυκλοφορία της το 1914). Η πιο αιχμηρή περιγραφή αφορά τους Εβραίους για τους οποίους και αναφέρει: όμως με όλες τις όψεις, με τη ρόμπα και το φέσι του φτωχού και ταπεινού , αλλά και με το αγγλικό σακάκι   του εμπόρου που θεωρεί τον εαυτό του προύχοντα , είναι πάντα ο ίδιος πρόθυμος και εξυπηρετικός τύπος, ο αιώνιος παθητικός και αρπακτικός μεσάζων, ο παθιασμένος για το κέρδος  τοκογλύφος, ο υπομονετικός πωλητής που διαπραγματεύεται ώρες για να πουλήσει καρπούζια, μια τούρκικη σέλα , μια νύχτα έρωτα ή μερικούς πήχεις παλιού υφάσματος. Σταδιακά έχουν επιβάλει τον έλεγχο τους σε δυο αγορές από τις οποίες η μια λειτουργεί τη νύχτα κυρίως ενώ η άλλη αποφέρει πολλά κέρδη τη μέρα.
Αναφέρει στη συνέχεια τους Τούρκους οι οποίοι αναγκάζονται να ξεπουλάνε τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τα χρειώδη.
Η πόλη ανήκει στο βιλαέτι του Αϊδινίου , έχει μεγάλη έκταση και περιλαμβάνει τις χώρες που οι αρχαίοι ονόμαζαν Λυδία και Καρία, τον Σίπυλο, τον Τμώλο και τις μεγάλες πεδιάδες του Μαιάνδρου. Ο Μαίανδρος ποταμός διατρέχει την ομώνυμη κοιλάδα, όπου στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές ιωνικές πόλεις (Μίλητος, Πριήνη, Μαγνησία, Τράλλεις, Αντιόχεια κλπ). Το Αϊδίνι ταυτίζεται από τον περιηγητή με την αρχαία πόλη Τράλλεις.

Καρία
Σε διαδρομή αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού , από την δεξιά όχθη του Μαιάνδρου, ένα γκριζογάλανο τείχος έφραζε τον ορίζοντα. Ο Λάτμος και ο Κάδμος , τα απειλητικά όρη της Καρίας. Όταν έφθασαν στο Εσκί Χισάρ (Παλαιός Πύργος) πληροφορήθηκαν από τους ντόπιους ότι στα αρχαία χρόνια υπήρχε μια ακρόπολη, η Νύσα. Οι κάτοικοι της διακρίνονταν για τη φιλοσοφική τους δεινότητα, τις επιδόσεις τους στα γράμματα και τη ρητορική. Στο δρόμο προς την ακρόπολη ανακάλυψαν και ένα μεγάλο θέατρο οι κερκίδες του οποίου ήταν στραμμένες προς τον Μαίανδρο. Η πόλη Ναζλί αποτέλεσε την επόμενη στάση τους σε αυτό το ταξίδι, πόλη μισή Ελληνική και μισή Τουρκική, κτισμένη σε ένα λόφο εκεί όπου ο Μαίανδρος απλώνεται στην επίπεδη πεδιάδα, στο άνοιγμα που έχει δημιουργήσει ο Άρπασος , ο Ακ Τσάι (λευκός ποταμός) των Τούρκων. Η ελληνική κοινότητα διέθετε μια εκκλησία και ένα σχολείο και ένα ξενοδοχείο με το όνομα Ξενοδοχείον του Μαιάνδρου . Η γλυκόριζα ως προϊόν καλλιεργούνταν στις όχθες του Μαίανδρου   ποταμού, καθώς το αμμώδες και υγρό έδαφος ήταν το πλέον ιδανικό για την καλλιέργεια της.
Ανάβαση στο Μαντρά Ντάγ και κατεύθυνση στο εσωτερικό της Καρίας με πρώτη στάση στο χωριό Τουρκλάρ. Έπειτα έφθασαν στην ακρόπολη της Άρπασας, μια άσημη κωμόπολη. Ινεμπολού , η πρώτη στάση την επόμενη μέρα και κατεύθυνση στο Μποζ Ντάγ. Πανταχού παρών σε όλα τα χωριουδάκια της Ανατολής ο Έλληνας παντοπώλης που πουλάει σχεδόν τα πάντα: σπάγκους, κεριά, ψάρια, χαβιάρια, εκτελώντας και χρέη τραπεζίτη καθώς δεν διστάζει να   δανείζει και τους φτωχούς τούρκους χωρικούς. Πριν από το Μποζ ντάγ διέσχισαν οι περιηγητές τον Άρπασο , το ιερό ποτάμι της Καρίας. Όταν έφθασαν στο Μποζ Ντάγ ο περιηγητής φέρνει  στο μυαλό του εικόνες από το περυσινό του ταξίδι εκεί και εν συνεχεία αναφέρει την μικρή τους οδύσσεια κατά τη διανυκτέρευση τους σε ένα άθλιο κατάλυμα , όπου σμήνη κουνουπιών τους κατέφαγαν, ενώ από το καταφαγωμένο πάτωμα έφθαναν σε αυτούς οι οσμές και τα φτερνοκοπήματα των αλόγων.
Αναφορά σε καταυλισμό Γιουρούκων. Οι Γιουρούκοι, νομαδική τουρκομάνικη φυλή , είναι οι πιο δεινοί πεζοπόροι της πρόσω Ασίας και οδηγούν τα κοπάδια τους από κοιλάδα σε κοιλάδα και τους ακολουθούν οι γυναίκες τους φορτωμένες ανάκατα παιδιά , ντουφέκια και κουζινικά. Μιλούν λίγο και δεν δίνουν την εντύπωση ότι σκέφτονται. Δεν είναι άγριοι , αλλά είναι άρπαγες και οκνηροί, σαν παιδιά. Όταν στον  ορίζοντα φαίνονται φλόγες που κατατρώγουν τα βουνά, είναι ένα δάσος που φλέγεται , γιατί κάποιοι Γιουρούκοι έβρασαν τη σούπα τους και ξέχασαν να σβήσουν τη φωτιά. Πολλοί σουλτάνοι προσπάθησαν να τους εγκαταστήσουν μόνιμα σε μια περιοχή προσφέροντας τους γη , ξεριζώνοντας τις σκηνές , διαλύοντας τους καταυλισμούς τους. Όμως ούτε τα καλοπιάσματα , ούτε και οι απειλές είχαν αποτέλεσμα απέναντι στην παθητική εμμονή τους. Εν συνεχεία συνάντησε τα χωριουδάκια Πρέσια και Κιοτά και μετά από αρκετή πεζοπορία άφησαν πίσω τους το Μποζ Ντάγ.
Αναφορά για τους Κάρες: Τυχοδιώκτες, μισθοφόροι, πειρατές και δραγουμάνοι χωρίς όμως να αφήσουν γραπτές αναφορές για τα όσα έζησαν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου