Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα (ἀποσπάσµατα)

Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα (ἀποσπάσµατα)


Περικλῆς Γιαννόπουλος (1869-1910): πεζογράφος, μεταφραστὴς καὶ δοκιμιογράφος ἀπὸ τὴν Πάτρα.

Ἀπό: Τὰ Νέα Γράµµατα, Χρόνος Δ, ἀρ. 13, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1938, σσ. 117-124, 132-139, 213-214.
Εἶχε πρωτοδημοσιευθεῖ εἰς τὴν Ἐφημερίδα «Ἑστία» 12 Ἀπρ. 1910
Τὸ κείμενο ἦταν ἀρχικῶς ἀνηρτημένο σὲ μορφὴ pdf στὸ www.ellopos.net· ἐν συνεχείᾳ πληκτρολογήθηκε στὸ πολυτονικὸ σύστημα.



Σταθῆτε εἰς ἕνα μέρος τῶν Ἀθηνῶν ἀνοικτόν. Εἰς τὸ Ζάππειον, εἰς τὰ Πατήσια, ὅπου θέλετε. Ἀναβῆτε εἰς ἕνα λοφίσκον, λόφον εἰς τὸν Ἀρδηττόν, εἰς τὸν Λυκαβηττόν, εἰς τὸν Φιλοπάππον, εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, εἰς οἱονδήποτε σημεῖον θέλετε. Προτιμήσατε νὰ ἀναβῆτε εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, ὑπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, καὶ στρέφοντες δεξιόθεν ὅπου σᾶς ἐχάραξαν καὶ δρόμον νὰ κάμετε ὀλίγα βήματα μέχρις ὅτου σᾶς ἀποκαλυφθοῦν τὰ πάντα πανταχόθεν. Ἐκεῖ εἶναι καλύτερα, διότι ἡ κεφαλὴ τοῦ θεατοῦ εἶναι εἰς στὴν γραμμὴν μὲ ὅλους τοὺς λόφους καὶ τὰ βουνὰ καὶ βλέπει τὰ πάντα, οὔτε πολὺ ὑψηλόθεν, οὔτε πολὺ χαμηλόθεν.

Πηγαίνετε ἐκεῖ, εἴτε ἕνα ξηρὸν ἀνέφελον ροδοξύπνημα ἡμέρας, εἴτε ἕνα πάμφωτον μεσημέρι, εἴτε καλήτερον, τρεῖς ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ὅτε ὅλα διαβάζονται καθαρώτερα καὶ ἁπλούστερα ἀπὸ τοὺς ἀμυήτους ὀφθαλμούς. Μείνατε ἐκεῖ, δυό, τρεῖς, τέσσαρες, πέντε ὥρας. Δὲν θὰ πάθετε τίποτε διὰ μίαν φοράν. Εἶναι τόσον ὡραῖα τόσον ἡδονικὰ νὰ κάθεται κανεὶς εἰς τὸ μητρικὸν χῶμα καὶ νὰ θωπεύει τὰ χόρτα καὶ τὰ ὡραῖα πετράδια, μὲ τὰ ὁποῖα τόσον γρήγορα γίνεται ἕνα. Καθίσατε χωρὶς καμμίαν σκέψιν, χωρὶς κανένα σκοπόν· ἀφήσατε τὴν ψυχήν σας ἐλευθέραν νὰ τέρπεται ἀπὸ τὰ ὁρώμενα ἀθύρματα καὶ τὸν ἐγκέφαλόν σας νὰ φωτογραφίζει εἰς τὸν σκοτεινόν του θάλαμον λόφους, βουνά, ἀκτάς, νερά, καπνούς, χρώματα, ὅ,τι φαίνεται.

Τί βλέπετε;

Ἕναν ὁλόκληρον κόσμον.

Καὶ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὸ κάθε τί λεπτὸν ξηρὸν καὶ τὸ κάθε τί χρωματιστόν. Ἀκολουθήσατε μὲ τὰ μάτια σας τὰ θωπεύοντα δάκτυλά σας τὸ χῶμα. Χῶμα ξηρόν, ἐλαφρόν, τριμμένον, κοῦφον, τρίμματα πετραδιῶν πολυχρώμων, συχνὰ καὶ τρίμματα ἀγγείων τοῦ τριμμένου κόσμου. Προσέξατε περισσότερον· μία βλάστησις μόλις διακρινομένη, μόλις προβάλλουσα εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μικροσκοπικωτάτη, λεπτοφυεστάτη, πολύχρωμος, μόλις ἐννοουμένη ἂν εἶναι ξηρὰ ἢ χλωρά. Παρατηρήσατε τὰ ὁρατότερα, τὰ πλησίον σας πετράδια, χορτάρια. Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ὡραῖα, διαγραφόμενον διαυγέστατα, προβάλλον τὴν φυσιογνωμίαν του σὰν ἄτομον, σὰν ἄνθρωπος. Τὸ κάθε χορτάρι ἀπὸ τὴν ρίζαν του ἕως τὸν χνοῦν του, ἕως τὴν τελευταίαν του ἀκτῖνα, τὰ πάντα ὁρατότατα εἰς τὸν ὀφθαλμόν. Κάθε λιθάρι, χορτάρι, ἀνθύλλιον, φυτόν, θάμνος, διαγράφεται τόσον καθαρά, διακρίνεται τόσον πολύ, τόσον πολὺ διαφέρει, μὲ τόσην ἔντασιν ἐπιδεικνύει τὴν ὕπαρξίν του, τὴν ἀτομικότητά του, ὥστε κάθε πετράδι, χορτάρι, εἶναι σὰν κάθε κύριον Α., σὰν κάθε κύριον Β. Παρατηρήσατε τὰ πλησίον σας ἄνθη τῶν ἀσφοδελῶν· ἕνα ἕνα σᾶς κυττάζει σὰν πρόσωπον· διακρίνετε τὰς ἐλαχίστας ραβδώσεις τῶν πετάλων του· εἰς ἕνα μακρύτερον δύνασθε νὰ μετρήσετε ὅλους τοὺς σφαιροειδεῖς του σπόρους. Ἐκτείνατε τὸ βλέμμα σας ἐπὶ τῶν ἀνθισμένων ἀσφοδελῶν ποὺ στολίζουν ὅλα τὰ ἐνώπιόν σας καταιβάσματα τῶν λόφων, μὲ τὰ ροδαλά των δονούμενα φῶτα τὰ ἐκπνέοντα ἁβρὰν ἡδυπάθειαν. Ὅσον καὶ ἂν ἐκτείνετε τὸ βλέμμα σας, διακρίνετε παντοῦ, ἕναν ἕναν ἀσφοδελόν, παντοῦ ἔχετε τὴν αἴσθησιν τοῦ μεταξύ των διαστήματος, ἀέρος, φωτός. Παρατηρήσατε, παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν εἰς κάθε ὀγκώδη λίθον, εἰς κάθε δάγκωμα, εἰς κάθε ἐξόγκωμα τῆς γῆς, εἰς κάθε βραχώδη προβολὴν ὑδροχρωματισμένην κυανόφαια· διακρίνετε ὅλα τὰ λεπτουργήματα, τὰς φλέβας, τὰ νερά, τὰς ἀποχρώσεις· εἰς κάθε λόφον ὅλα του τὰ κοψίματα, τὰ σκαλίσματα, εἰς κάθε λόφον μακρυνόν, ὅλα τὰ ἀραβουργήματα τῆς φύσεως ποὺ κάμνει παίζουσα μὲ τὴν ὕλην, ὅπως ἐὰν κρατῆτε εἰς τὰ χέρια σας θήκην ἀπὸ σκαλισμένον ξύλον σαντάλ. Μία γίδα εἶναι ἐπάνω εἰς τοὺς μακρυνους λόφους τῶν σφαγείων ἢ ἐπάνω εἰς τὸν Φιλόπαππον· τὴν βλέπετε ὅπως τὴν γίδα τοῦ λεπτουργήματος ποὺ κρατεῖτε εἰς τὰ χέρια σας. Εἰς τὰ ἀπώτατα βουνὰ διακρίνετε ὅλην των τὴν κατασκευὴν καὶ τὰ κρημνοτσακίσματα, τὰς γραμμὰς ὅλας τοῦ σώματός των, ἀντιλαμβάνεσθε, αἰσθάνεσθε τὸν χαρακτῆρα των, τὴν ἔκφρασίν των ἐντελῶς. Παρατηρήσατε εἰς τὸν ἐλαιῶνα, τὸν ὁποῖον ἡ θέσις σας παρουσιάζει ὡς ἕνα μεγάλο πύκνωμα· ὅπου ὑπάρχει ὀλίγη ἀραιότης, διακρίνετε τὰς ἐλαίας μίαν, μίαν. Τὰ ἀραιὰ δένδρα μάλιστα τῆς Ἀττικῆς εἶναι φυσιογνωμίαι ἐπιφανεῖς. Παρατηρήσατε τὰ τρία-τέσσαρα κυπαρίσσια πλησίον τοῦ ἐξωκκλησίου. Κάθε δένδρον ὑψώνεται, ἐπιβάλλεται, διακρίνεται, σὰν ὑπουργός, σὰν πρεσβευτής, σὰν κύριος ἐν τέλει, σὰν συναντώμενος πρωθυπουργὸς ἢ Βασιλεὺς εἰς ἐξοχικὸν δρόμον. Εἰς τὰ πλάγια τοῦ Αἰγαλεω, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Ὑμηττοῦ, ὅπου εἶναι δένδρα ἀραιά, ξεχωρίζουν ἕνα ἕνα· εἰς τὴν Πεντέλην, ἡ γραμμὴ τοῦ παλατιοῦ τῆς Δουκίσσης φαίνεται καθαρώτατα· εἰς τὴν πρὸς τὴν Πεντέλην κορυφογραμμὴν τοῦ Ὑμηττοῦ, δυὸ τρία ὑπάρχοντα ψωραλέα δένδρα κυρτοστραβωμένα διακρίνονται περίφημα· εἰς τοὺς λόφους τῶν σφαγείων, εἰς τὸν Λυκαβηττόν, εἰς τοὺς ἀπωτάτους λόφους τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τῶν Πατησίων, ἄνθρωπος ἢ κάθε ἄλλο ζῷον εἰς τὴν κορυφήν των διακρίνεται θαυμάσια. Στραφῆτε πρὸς τὸν Πειραιᾶ· ὅλαι αἱ καπνοδόχαι διαγράφονται μία μία· ὁ κάθε καπνὸς χωριστὰ καὶ κάθε καπνὸς γινόμενος ἀσημένιος, ἀεροπορεῖ χωριστὰ εἰς τὸ χρυσοῦν φῶς· ὅσαι καπνοδόχαι, τόσοι καπνοὶ διακρίνονται ἄνωθεν τοῦ Πειραιῶς. Εἰς τὸν δρόμον τοῦ Πειραιῶς καθ᾿ ὅλον τὸν χειμῶνα, διακρίνετε ἀπὸ τὴν θέσιν αὐτήν, τὸν σκελετὸν κάθε μιᾶς λεύκης ὁλόκληρον, σὰν νὰ εἶναι πλησίον σας ἕνα δένδρον τριχοειδές. Εἰς τὴν θάλασσαν ἕνα πλοῖον περιπατεῖ· τὸ στῆθος του, τὰ ἐξαρτήματά του φαίνονται ὅλα καθαρά, ὅταν φωτίζεται καταλλήλως.

Ἠρώτησα παιδιά, ἄνδρας, γυναῖκας, γέρους, κάθε εἶδος Ἀνθρώπων ἰδικῶν μας καὶ ξένων: Βλέπεις αὐτὸ τὸ σαρίδι, τὸ λιθάρι, τὸ κλωνάρι, τὸ κέρατον τῆς γίδας, τὸ ὑπογένειον τοῦ τράγου εἰς τὸν ἀπώτατον λοφίσκον; Ὅλοι μοῦ εἶπον: τὸ βλέπω.

Τώρα, στρέψατε τὰ νῶτα πρὸς τὸν δύοντα ἥλιον καὶ παρατηρήσατε τὴν κατάφωτον Ἀκρόπολιν. Παρατηρήσατε τὸν ἀναβαίνοντα λόφον μὲ τὰ πεῦκα του, τὰς ἐλαίας, τοὺς ἀθανάτους, τὰς παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε τὴν φεύγουσαν καμπυλωτὴν πλευρὰν τῶν ροδοπετάλων βράχων ἀπὸ τὴν θύραν της πρὸς τὸ θέατρον τοῦ Ἡρώδου καὶ πέραν· τὰ πάντα φέγγουν σὰν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τὰ Προπύλαια, τὸν φαινόμενον Παρθενῶνα—ἕνα καλλιτεχνικὸν ἔργον, ἄνθος φυσικὸν θαυμάσιον, ἐναρμονιζόμενον καὶ ἐκφράζον αὐτὴν—τὰ πάντα φέγγουν, λάμπουν. Καὶ δὲν φαίνονται ὅσον ἐφαίνοντο, διότι ὁ καιρὸς ἐρροκάνισεν, ἡ βροχὴ ἐξέπλυνε τὰ χρώματα, τὸ πλήγωμα ἐχόνδρυνεν, ἐνίσχυσε τὰς γραμμάς. Φαντασθῆτε ὅτι εἶσθε εἰς τὰ Προπύλαια· φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε ἐνώπιόν σας, οἱονδήποτε τωρινὸν οἰκοδόμημα. Ὅλαι αἱ ἀρχιτεκτονικαὶ καὶ γλυπτικαὶ λεπτομέρειαι, αἱ περίοδοι, αἱ φράσεις, αἱ λέξεις, αἱ τελεῖαι, τὰ κόμματα, οἱ τόνοι, τὰ πνεύματα, τὰ πάντα διαβάζονται ἀνέτως, ὅπως τὰ γράμματα κρατουμένης ἐφημερίδος εἰς τὰ χέρια σας. Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: Σαφήνεια.

Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμος αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. Εἰς οἱονδήποτε ὕψωμα καὶ ἂν ἀναβῆτε, βλέπετε ἕνα κόσμον ὁλόκληρον. Ἔχετε διὰ τῆς ὁράσεως τὴν αἴσθησιν παντὸς ὅ,τι σᾶς περιβάλλει.

Ὅλα ἀπὸ τῶν μεγάλων μέχρι τῶν μικροσκοπικῶν: Φαίνονται. Τὸ κάθε τι ὅσον μικρὸν καὶ ἂν εἶναι, θέλει νὰ φαίνεται, σὰν Ἕλλην πηγαίνων περίπατον. Καὶ τόσον ὅλα θέλουν νὰ φαίνωνται, καὶ φαίνονται τόσον, ὥστε μετὰ τὴν δύσιν ἕνα λεπτὸν δένδρον ἱστάμενον ἔσωθεν τοῦ σκιεροῦ ἀνατολικοῦ τείχους τῆς Ἀκροπόλεως καὶ γραφόμενον τριχοειδῶς εἰς τὸν ὅπισθέν του φωτεινότερον ἀέρα λέγει... εἰς τὸν περιπατητὴν τῆς Ζαππείου πλατείας μέχρι τῆς ὀγδόης ἑσπερινῆς ὥρας: Φαίνομαι καὶ ἐγώ.

Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τεχναι ὅλαι. Εἰς τὴν φυσικὴν αὐτὴν βάσιν στηριζόμενος ὁ νοῦς θὰ δημιουργήση τὸ εἶδος τῆς γραφῆς τῆς Γραμμῆς, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς Τέχνας δι᾿ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀντικείμενα τῆς ζωῆς. Καὶ ἡ γραμμὴ αὐτὴ κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην θὰ εἶναι διαυγεστάτη.

Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρώτιστον χαρακτηριστικόν της ἑλληνικῆς γραμμῆς. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὴν τεχνικὴν γραμμὴν ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς: Ὁ μόνος ρυθμιστὴς τῶν Τεχνῶν εἶναι τὸ πῶς φαίνεται. Λοιπὸν ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα. Ἄρα ὅλαι αἱ γραμμαί, ἄρα καὶ αἱ λεπτόταται. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς παντοῦ καὶ πανταχόθεν ἡδονικῆς γραμμῆς. Φαίνεται: ἄρα δυνατὸν νὰ λεπτυνθῆ ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λεπτότητος. Φαίνεται ἄρα θὰ κτυπᾷ ἄσχημα κάθε ὑπερβολικὴ ἐξόγκωσις, κάθε φόρτωμα. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλλείψεως τοῦ πλήθους, τοῦ ὄγκου, τοῦ βάρους. Φαίνεται ζωηρότατα τὸ κάθε τι. Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν διὰ τῶν ἐλαφροτάτων κυμάνσεων τῆς γραμμῆς, ἡ περιγραφὴ καὶ ἔκφρασις ψυχικῶν καταστάσεων καὶ παθῶν. Φαίνεται: ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐντελοῦς εὐγενείας δι᾿ ἐλαχίστων αἰθερίων γραμμῶν.

Τώρα πῶς γράφονται; πῶς γράφουν τὴν φύσιν των; πῶς ἐκφράζουν τὴν φυσιογνωμίαν των; τί γράφουν; τί ἐκφράζουν καὶ τί λέγουν καὶ τί τραγουδοῦν ὅλαι αἱ ὗλαι τῶν χωμάτων, βραχωμάτων, ἀναιβοκαταιβασμάτων, τῶν λόφων, τῶν ὀρέων ὅλων, μέχρι τῶν ὑπερπελαγίων, μέχρι τῶν οὐρανοθιγῶν ὀρογραμμῶν ποὺ περιλαμβάνει ὁ ὀφθαλμός, ἐξαιρουμένου τοῦ καμηλογράμμου Λυκαβηττοῦ, ποὺ αἴρεται ἐνίοτε σὰν Ἀραράτ, ποὺ εἶναι ξένος γεωλογικῶς καὶ διατηρεῖ τὴν ξένην του φυσιογνωμίαν, ὅπως ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς ναούς μας;

Τί εἶναι, πῶς εἶναι, τί φωνάζει ὅλη αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ὕλη; Πουθενὰ μαυρίλα, πουθενὰ θηριωδία, πουθενὰ πάλη, πουθενὰ μῖσος, πουθενὰ κτηνωδία, πουθενὰ ὀξύτης, πουθενὰ χολή, πουθενὰ ἀπαισιοδοξία, πουθενὰ τεραστιότης, πουθενὰ ὄγκος, πουθενὰ κόμπος, πουθενὰ βάρος, πουθενὰ πλῆθος, πουθενὰ ἀνάμιξις, πουθενὰ σύγχυσις, πουθενὰ θεομανία, πουθενὰ βαρυσοφία, πουθενὰ ἀπελπισία, πουθενὰ βαρυθυμία, πουθενὰ καρηβαρία, πουθενὰ συλλογισμός.

Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ εὐγραμμία, εὐστροφία Ὀδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριοῦ· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνεία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. Καὶ παντοῦ πέρασμα ἀέρος φέρον ὀλοφυρμοὺς Ἀφροδίτης καὶ μαζὺ δυνατὸν Σατυρικὸν ὀξύ.

Ὅλοι οἱ βράχοι, οἱ λόφοι, τὰ βουνά, κάθονται ἕνα ἕνα, σὰν ὡραῖαι γυναῖκες τοῦ λαοῦ σεμνὰ ρεμβάζουσαι, σὰν μητέρες κρατοῦσαι εἰς τὴν ἀγκαλιά των ὡραῖα παιδιά, σὰν Βυζαντιναὶ Παναγίαι γέρνουσαι ὀλίγον τὸ κεφάλι των μὲ σοβαρὰν ἀγάπην· οἱ μικροὶ κάθονται εἰς τὰ πόδια τῶν μεγάλων σὰν νέαι πλαγιάζουσαι τὸ κεφάλι των εἰς τὰ γόνατα τοῦ ἐραστοῦ των καὶ θωπευόμεναι καὶ ρεμβάζουσαι.

Εἴτε Ὑμηττός, εἴτε Ἀρδηττός, εἴτε Αἰγάλεων, εἴτε Πάρνης καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ σὰν νευρώδης ἀλκιμότης ἀρκαδικοῦ ἐφήβου Πεντελικόν, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν χιονοφόρον ῥοδαυγάζουσαν κορυφήν του ἀνατεινομένην πρὸς τὸν ῥόδινον θόλον, ὅλα ὡραῖα στολισμένα λέγουν ἁπλῶς σὰν ἀγάλματα, σὰν ἐπιτύμβιοι μορφαί: εἴμεθα ὡραῖα. Μὲ τελείαν ἔλλειψιν ἀνυψώσεων καὶ ἐπικλίσεων καὶ πηδήσεων πρὸς τὰ οὐράνια καταβλέπουν προσηλωμένα λατρεύοντα τὴν γῆν, ὡς καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ Πεντελικὸν ὂν σὰν Ἄρτεμις κατερχομένη ὄρους, καταβλέπουν, ὅπως οἱ παλαιοὶ ναοὶ μὲ τὰς ἐναερίους πτέρυγας ἐπικλινεῖς, ὅπως τὰ ἀγάλματα, ὅπως οἱ Βυζαντινοὶ Θόλοι, ὅπως οἱ ἕλληνες ἅγιοι οἱ στολισμένοι, εὐχαριστημένοι, λαμπροί, ἱλαροί, σὰν βλέποντες ἐμπρός των ὡραῖα στρωμένον τραπέζι καὶ ὀσφραινόμενοι ὀβελίαν.

Εἶναι φανερά, μιὰ μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἀπανωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.

Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγοῦδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.

Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μιὰ ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη, ὑγρὰ καὶ φευγαλέα σὰν τὰς μεγάλας καὶ ἠρέμους ἀναπνοὰς τῆς θαλάσσης, σὰν τὰ μεγάλα ἥμερα κύματα, παράγουσα μίαν βαθυτάτην αἰσθητικὴν ἡδονήν. Ἡ εὐθεῖα γραμμή, μία ὀρθὴ γραμμὴ ἑνὸς μονοκοκκάλου ἄγγλου, μιᾶς λογχοειδοῦς ἀγγλίδος, εἶναι γραμμὴ προξενοῦσα δύναμιν, γεννῶσα ἀντίστασιν, εἶναι γραμμὴ ἀποκρουστική. Μιὰ καμπύλη γραμμὴ λόφου, μαλακὰ καμπυλωμένος λαιμὸς γυναικός, εἶναι γραμμὴ γεννῶσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας, ἕλκουσα τὸ φίλημα, εἴτε γυναικὸς εἴτε λόφου γραμμὴ εἶναι ἡ ἕλκουσα προφανῶς τὸ χέρι διὰ τὴν ἁπαλὴν θωπείαν, ζητητικὴ θωπείας. Καὶ εἶναι παραδοξότατον ὅτι θαυμάζεται τόσον ἡ ἰδέα τῶν καμπύλων τοῦ Παρθενῶνος, διότι εἶναι φανερὸν ὅτι ἀληθὴς καλλιτέχνης ἔχων νὰ ὑψώσῃ γραμμὰς εἰς ἕνα λόφον τῆς Ἀττικῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λάβῃ οὐδὲν ἄλλο ὑπ᾿ ὄψιν παρὰ ν᾿ ἁρμόνισῃ τὰς γραμμάς του πρὸς τὴν τριγύρω ἁρμονικὴν καμπύλην.

Μία λοιπὸν γραμμὴ καμπύλη, σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Καὶ εἶναι ἡ γραμμὴ τῆς ὁποίας βλέπομεν τὸ ὁμοίωμα εἰς ὅλα τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα καὶ καλλιτεχνήματα, εἰς τὰς Βυζαντινὰς Παναγίας καὶ τοὺς ἁγίους, εἰς τὰ δημοτικὰ τραγούδια, εἰς τὸ παλληκάρι καὶ τὸν σημερινὸν νέον χωρικόν, νέαν χωρικήν, τῶν ὁποίων ὅλων τὸ σῶμα εἶναι ἁπαλόγραμμον, ἁπαλαὶ ὅλαι αἱ κινήσεις καὶ ἐκφράσεις, καὶ τὸ πρόσωπον περιβάλλει τὸ αὐτὸ μέθυ ὡραίας μελαγχολίας, ἐκφράζον τὸ παράδοξον αὐτὸ μίγμα ποὺ εἴμεθα, ἐλαφρᾶς ἑορτῆς καὶ σεμνῆς τινος καὶ μελαγχόλου μετὰ περισκέψεως ἐνατενίσεως.

Μιὰ μόνη γραμμὴ καμπύλη, περιφερικὴ καὶ μουσικωτάτη. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων παραλειπομένων ἐδῶ χαρακτηριστικῶν, ἡ δυνατωτέρα ἐντύπωσις εἶναι ἡ μουσική. Εἶναι ἡ αὐτὴ ἐντύπωσις ὅπως ἀπὸ τῶν ὡραιοστολισμένων καὶ ἀραιοπιασμένων σωμάτων τοῦ κυκλοειδοῦς χοροῦ μας νέων, ἀρρένων καὶ θηλέων, σωμάτων ρυθμικὰ κυμαινομένων καὶ ᾀδόντων τοὺς πόθους καὶ τὰς λύπας τοῦ γενετήσιου εἰδυλλίου. Βλέπων κανείς, νομίζει ὅτι ἀκούει πάντοτε, ἀπὸ τὸν κύκλον τῶν γηίνων γραμμῶν, τὸ συναδελφωμα καὶ τὸ συμφίλημα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης τοῦ ᾄσματος, τὸν ὁποῖον ἀφίνει ὡραῖος χορὸς καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπὸ τῆς ὁράσεως προξενουμένη εἰς τὴν ἀκοὴν μουσική, σὰν παραφόρου Ἀφροδίτης μακρυνὸν κλάψιμον διὰ πληγωμένον Ἄδωνιν, τὸν ὁποῖον παράγει τὸ κορύφωμα τῆς ὡραιοτάτης ποιητικῆς συγκινήσεως εἰς τὸ Ἑλληνικὸν χῶμα.

(...)

Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὰ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν ἐξέλεξα ὡς σημεῖον παρατηρήσεως τὸν κάτωθεν τῆς Ἀκροπόλεως ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου καὶ τὴν δεξιόθεν αὐτοῦ χαραχθεῖσαν μόλις ὁδὸν τὴν ἀνιοῦσαν πρὸς τὴν Πνύκα, διὰ τὸ κοντινώτατον καὶ πανοραματικώτατον, οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν ἐπὶ τῶν γραμμῶν αὐτῶν τῶν Ζωγράφων, Γλυπτῶν, Ἀρχιτεκτόνων καὶ Μουσικῶν, ὅλων τῶν Καλλιτεχνῶν, καὶ κάθε φιλοτεχνοῦντος, καλλιτεχνοῦντος ἀνθρώπου.

Ἀνέλθετε λοιπὸν πάλιν ἐκεῖ διὰ νὰ ξεμουδιάσετε καὶ τὰ μέλη σας. Ἀφεθῆτε πάλιν εἰς τὴν θέαν τῆς Φύσεως, ζητοῦντες τώρα νὰ αἰσθανθῆτε καὶ νὰ ἐννοήσητε τὸ Φυσικὸν Χρῶμα. Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. Παρατηρήσατε τὸ Φαληρικὸν πεδίον. Βλεπόμενον ὑψηλόθεν δίδει τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ πάχος περισσότερον ὀλίγων δακτύλων. Κάμνει τὴν ἐντύπωσιν λεπτοφυοῦς ἁπλωμένου ὑφάσματος· ὁ φυτικός του κόσμος εἶναι μόλις μιὰ ἰδέα· εἶναι σὰν χνοῦς γυναικείου μύστακος. Διὰ νὰ ἰδῆτε ζωηρότατα τὴν λεπτότητα αὐτήν, ὅταν εὑρεθῆτε εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον παρατηρήσατε τὸ σὰν βαρὺ ὄνειρον κακοστομαχισμένου Καραθανασοπούλειον Ἀκταῖον, τὸ θεόκλειστον σὰν βαρυποίνων καταδίκων φρούριον. Νομίζει κανείς, ὅτι θὰ τὸ βουλιάξῃ τὸ Φάληρον· ἀπορεῖ αἰσθητικῶς πῶς εἶναι δυνατὸν τόσον λεπτὴ βάσις, τόσον λεπτὴ Γῆ, νὰ βασταζῃ τόσον ὄγκον, τόσον βάρος. Παρατηρήσατε τὰ ... Βουνὰ ἐλαφρότατα, ἐλαστικώτατα, συστέλλονται, διαστέλλονται, ὑψώνονται, χαμηλώνουν, μεγαλώνουν, μικραίνουν, κινοῦνται, περιπατοῦν, πηγαινοέρχονται. Τὰ Βουνὰ τῆς Αἰγίνης ἔρχονται ἐνίοτε εἰς τὸ Φάληρον. Ὁ Ὑμηττὸς τὸ πρωὶ φεύγει μακράν· συνήθως φαίνεται ἀπέχων δυὸ βήματα· περὶ τὰ βασιλεύματα καταφθάνει εἰς τὸ Ζάππειον· τὸ χέρι μας ἀσυναισθήτως σηκώνεται νὰ τοῦ θωπεύσῃ τὴν πλάτην. Ὅλη ἡ γύρωθέν μας Φύσις, ἡ γήινη ὕλη, χρωμάτων, πετρῶν, λόφων, βουνῶν, εἶναι τόσον λεπτόγραμμος καὶ λεπτόχρους σὰν ἐὰν Ἀριστοτέχνης Ζωγράφος ἐξῆγεν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν τελειότατον τοπίον τὸ οὐσιῶδες του γραμμικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος καὶ συνέθετεν ἕνα μουσικόγραμμον καὶ ἡδονόχρουν ἀερογράφημα. Εἶναι μία εἰκὼν Ἰδανικὴ σὰν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθῆ· ἕνα ἴνδαλμα σὰν τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἰνδάλματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἐνθουσιῶν νοῦς τῶν Ποιητῶν καὶ τὰ πετᾷ ἀπέναντί των καὶ τὰ βλέπουν, τὰ ζωγραφίζουν, τοὺς ὁμιλοῦν καὶ τὰ ὑμνοῦν.Ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι καὶ τὰ βλέπουν.

Ἕνα τοιοῦτον φάντασμα εἶναι πυκνούμενον, ἀραιούμενον, φαινόμενον ζωηρὰ ἢ ἀμυδρά, κινούμενον, πλησιάζον, μακρυνόμενον, χιλιοτρόπως μορφοποιούμενον, ἑκατομμυριοτρόπως χρωματιζόμενον, ἐξαερούμενον, αἰσθητικῶς ἕτοιμον κάθε λεπτὸν νὰ χαθῇ. Ὁ θεατής, ὅσον συνειθισμένος καὶ ἂν εἶναι, δὲν χορταίνει ποτέ του, θέλει νὰ βλέπῃ ἀδιακόπως, καὶ βλέπων νομίζει κάθε στιγμήν, φοβεῖται διαρκῶς, τρέμει κάθε φορὰν καὶ ὅλην τὴν ὥραν, ὅτι ἡ ὀπτασία θὰ φύγῃ, θὰ χαθῇ σὰν Φαντασίας πλάσμα ἄϋλον: Εἶναι Γῆ αἰσθητικῶς Ἄϋλος. Πετρώματα, βραχώματα, λοφώματα, Βράχοι, Λόφοι, Βουνά—φαντασθῆτε τί χώματα, τί λίθοι, τί βάρη, τί ἑκατομμύρια τόννοι ὕλης εἶναι ἕνας λόφος Φιλοπάππου, ἕνας Λυκαβηττός—εἶναι σὰν μάγουλα παιδιοῦ φουσκωμένα αὐλοῦντα, σὰν παιγνιώδεις πολύχροαι φοῦσκαι ἱστάμεναι εἰς τὸν ἀέρα. Ὅλα τὰ χώματα, ἀπὸ τῶν χαμηλοτάτων ὑγρῶν ἄμμων τῶν ἀκτῶν ἕως τῶν ὑψηλοτάτων ξηρῶν βράχων Ὑμηττοῦ καὶ Πεντελικοῦ καὶ Πάρνηθος, εἶναι ἐλαφρὰ σὰν Σύννεφα. Παρατηρήσετε τὸν Ὑμηττόν: εἶναι πλησίον ὁλόκληρος· ὁλόκληρος ἐμπρός μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια μας, ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μας· καὶ ὅμως αἰσθητικῶς δὲν μᾶς κάμνει τὴν ἐντύπωσιν ΒΟΥΝΟΥ. Κάθε ἄλλο· τὸ θέλει κανείς· τὸ ζητεῖ· εἶναι τὸ γλυκὸ βουνὸ τοῦ κλέφτου· τὸ ἀγαπᾷ· τὸ ἀποχωρίζεται μὲ λύπην, εἶναι τὸ κλέφτικον : ἔχετε γειὰ γλυκὰ βουνά.

Ὤ! δὲν μᾶς βαρύνει οὔτε τόσον ὅσον ἡ παραμικροτέρα μας στενοχωρία, ἡ ὁποία μᾶς πλακώνει ἀμέσως τὸ στῆθος· τοὐναντίον μάλιστα μᾶς τὴν πέρνει ἀμέσως· δὲν μᾶς ἐμποδίζει διόλου εἰς τίποτε, κατὰ τίποτε δὲν παράγει τὴν ὑλικὴν αἴσθησιν ἐμποδίου, διὰ νὰ κινήσῃ τὴν περιέργειαν νὰ ἰδῆ κανεὶς τί εἶναι ὄπισθέν του· δὲν ἐπιθυμεῖ κανεὶς ποτὲ νὰ ἀπεσύρετο διὰ μίαν στιγμήν. Εἶναι σὰν ἕνα ὕφασμα ἀραχνοϋφέστατον, σὰν τὰ Βυζαντινά μας ὑφάσματα τῶν Πατρῶν, ποὺ ἕνα ὁλόκληρον γυναικεῖον φόρεμα ἐχωροῦσεν εἰς ἕνα καρύδι· κάτι ὀλιγώτερον ἀπὸ ἕνα ὕφασμα· δὲν παράγει τὴν αἴσθησιν οὔτε τοῦ φανταστικωτέρου μεταξίνου πεπλώματος· δὲν ἔχει οὔτε τὴν ὑλικὴν σύστασιν νέφους· δὲν παράγει οὔτε νέφους τὴν αἰσθητικὴν ἀντίστασιν. Ἡ ὀπτικὴ ἀκτὶς δὲν κτυπᾷ πουθενά, εἰσδύει εἰς τὸ σῶμα του ἡδονικὰ καὶ μένει. Γίνεται αἰσθητός, φαίνεται σὰν ἀὴρ ὀλίγον ὑλικώτερος τοῦ οὐρανίου ἀέρος· ἴσως μόλις ὀλίγον πυκνότερος· τὸ σῶμα του καὶ ἡ γραμμή του κόπτουν μόνον τὴν μονοτονίαν τοῦ οὐρανίου ἀέρος καὶ τοῦ οὐρανίου χρώματος, δι᾿ ἄλλου ἀέρος καὶ χρώματος ἄλλου. Εἶναι καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἶναι. Εἶναι μόνον Ἡδονικὸν Φῶς.—Ἀφήσετε, ἀφήσετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀηδίας, τὰ λωβιασμένα, τὰ σάπια αἰσθήματα ποὺ σᾶς κάμνουν νὰ κλείετε σφικτὰ τὰ μάτια σας μόλις σᾶς εἰπῇ ὁ πλαγινός σας νὰ κυττάξετε τίποτε, μόνον καὶ μόνον διότι σᾶς τὸ εἶπεν ἄλλος· οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὸν Ὑμηττόν, οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὰ μάτια του, καὶ αὐτὰ θὰ λυώσουν αὔριον καὶ οὔτε σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι ἔτυχεν ὁ ἕνας μας νὰ ἰδῇ ἢ νὰ εἰπῇ ὅ,τι δὲν εἶδεν ἢ ὅ,τι δὲν εἶπεν ὁ ἄλλος, βάλετε ὀλίγον θειάφι εἰς αὐτοὺς τοὺς ψωροπροφήτας, ποὺ δεικνύουν μόνον σᾶς λυπηρότατα κωμικούς, σὰν ψωριασμένα κοτοπούλια σὲ βρεμμένον σούρπωμα φθινοπωρινοῦ κοτερικοῦ. Καὶ πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε νὰ τὸν ἰδῆτε περὶ τὰ βασιλεύματα ὅταν τοῦ παίζουν Μουσικὴν ἀπὸ τὸ Ζάππειον. Εἶναι αἰσθητικῶς ἁπαλότερος ἡδονικώτερος τῆς Μουσικῆς.

Αὐτὸς καὶ ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκος Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος. Ὑψώματα, βραχώματα, κολπώματα, λοφώματα, βουνώματα, βουνά, φωτανθισμένα ὅλα, ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν ὡραιότατα καὶ ὅλαι των αἱ Γραμμαὶ μὲ Ἀφροδίσεια νῶτα καὶ ὤμους καὶ λαιμοὺς σὰν Νύμφαι ἐαροντυμέναι φθάνουν, θίγουν τὸν οὐρανόν, ἀποτελοῦσαι τὸν ἡδονικώτατον Χορόν, ἀνατείνουν τὸν Χροϊκὸν Στέφανον τῶν κεφαλῶν των—ἕνα ἀγλαώτατον, ἱλαρώτατον, ἐαρινώτατον, μυριώτατον, μυριοπέταλον ἀνθόχρωμα, ἕνα θυμαρόεν, θυμιατόεν πνεῦμα—προ τῶν ποδῶν τοῦ Ὑπερτάτου ΝΑΟΥ τῆς Οἰκουμένης, ὅστις μὲ τὰ λαμπρόφωτα, φλογόχρυσα φορέματά του, λέγει εὐγνωμόνως τὸ Χαῖρε εἰς τὸν ἀποσυρόμενον Βασιλέα τοῦ Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιῶν καὶ Οὐρανῶν: ΗΛΙΟΝ. Ἀποκαλυφθῆτε καὶ σταθῆτε μίαν στιγμὴν μὲ ὅλα σας τὰ αἰσθητήρια εἰς προσοχὴν καὶ παρατηρήσετε τὰ θεῖα Φαινόμενα, ὅταν ὅλα Σεραφειμικώτατα μελῳδοῦν τὸ ΧΑΙΡΕ. Εἶναι ὅλα ρυθμικώτερα τῶν ρυθμῶν τῆς Μουσικῆς, ἐλαφρότερα τῶν ἤχων— ἀϋλότερα, ἡδονικώτερα, μελῳδικώτερα τῶν ἡδονικωτέρων καὶ μελῳδικωτέρων ἤχων.

Η ΑΫΛΟΤΗΣ αὐτὴ τῆς ἐπιφανείας τῆς κοσμικῆς Ὕλης, τοῦ Φυσικοῦ χρώματος, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης Ἰδέα, ἡ θεμελιώδης Βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος ΑΝΑΓΚΗ, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν ὅλαι αἱ ΧΡΩΜΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. Εἰς τὴν Φυσικὴν αὐτὴν Βάσιν, στηριζόμενος ὁ Νοῦς θὰ δημιουργήσει τὸ εἶδος τοῦ τεχνητοῦ χρώματος, τὸ εἶδος τῆς χροϊκῆς ἐπιφανείας, τὸ εἶδος τῆς χρωματογραφίας, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς διακοσμητικὰς τέχνας ἀπὸ τῆς τοιχογραφίας καὶ ἐπιπλογραφίας, μέχρις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀντικειμένων τῆς Ζωῆς.

Καὶ ἡ Ἀϋλότης αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὸ τεχνικὸν χρῶμα ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα ἀϋλότατα: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λειοτάτης ζωγραφικῆς ἐπιφανείας. Τὸ φυσικὸν Χρῶμα φαίνεται ἀϋλότατον: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ ἀραιοτάτου, αἰθεριωτάτου, ἀϋλοτάτου ζωγραφικοῦ χρώματος. Καὶ ἐδῶ ἀραιότης, ξηρότης, ἀνυπαρξία ἀέρος, δηλαδὴ διαυγεστάτη γραφὴ τοῦ Χρώματος, δηλαδή: Σαφήνεια. Καὶ ἐδῶ τὸ Πᾶν Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ὑψίστης φωτεινῆς χροϊκῆς κλίμακος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ φωτεινοτάτου Χρώματος. Φ ῶ ς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἑνότητος τοῦ Χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῶν ὀλίγων χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ σχεδὸν ἑνὸς χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ φωτὸς καὶ σκιᾶς. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατόν της ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ δυὸ χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐντελοῦς Εὐγενείας δι᾿ ὀλίγων, οὐρανικωτάτης ἀϋλότητος καὶ ἡδονικότητος, χρωματισμῶν.

Καὶ ὅλα τὰ χώματα πεδίων, λόφων, βουνῶν, ὅλα τὰ νερά, ὅλοι οἱ ἀέρες, εἶναι ὅλα φωτεινότατα χρωματιστά. Τὸ κύριον Χρῶμα, τὸ χαρακτηριστικὸν Χρῶμα εἶναι τὸ Κυανοῦν. Ὁ συνηθέστερος χρωματισμὸς εἶναι ὁ κυανοῦς. Ἀήρ, οὐρανός, ὄρη, θάλασσα εἶναι κυανᾶ. Εἰς οἱονδήποτε ὑψηλὸν σημεῖον σταθῇ κανείς, βλέπει εἰς τὸν τελευταῖον στέφανον τῶν ὑψηλῶν ὀρέων —Ὑμηττός, Πεντελικόν, Πάρνης — καὶ εἰς τὰς ἀπωτάτας κορυφὰς τῶν ὄπισθεν αὐτῶν φαινομένων ὀρέων, πάντοτε δεσπόζον τὸ Κυανοῦν. Καὶ τὸ αἰθέριον αὐτὸ Κυανοῦν διέρχεται ὅλων τῶν τόνων, ὅλην τὴν κλίμακα τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἀτονιῶν, ἀπὸ τῶν βαθυτάτων βρεμμένων σταφιδοσωρῶν μέχρι τῶν ἀσυλληπτοτάτων γαλανοτήτων ἡλιορρύτου ὀφθαλμικῆς κόρης γάτας, ἀπὸ τῶν πυκνοτάτων μέχρι τῶν ἀραιοτάτων ἀπὸ τῶν τονωτικωτάτων ἀγαλλιάσεων μέχρι τῶν ἀτονωτάτων μελαγχολιῶν, ἀπὸ τὰ ἐλπιδοφόρα ροδαυγήματα καὶ τὰ μεσημερινὰ ἐνθουσιάσματα ἕως τὰ δειλινὰ κρυώματα τῶν μελῶν καὶ τὰ ἡδυπαθέστατα κλεισίματα κουρασμένων ματιῶν. Καὶ τὸ ἕνα αὐτὸ κύριον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, τὸ ἁπλούμενον εἰς ἀέρα, ὄρη, νερά, δέχεται τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Ἀργύρου, ἀργυρονεφοῦται, ἀργυροσκονίζεται, ἀργυρανθίζεται, ἀργυροβρέχεται, ἀργυροφλεβοῦται, ἡ ἀργυρορροὴ διακλαδοῦται εἰς συρματένια ρυάκια ἐπὶ τῶν ὀρέων, εἰς μεγάλα ἀργυρᾶ ρεύματα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· καὶ τὰ μαργαριταρόχροα θωπεύματα ἀπὸ τῶν μαυροτέρων, μαῦρον μαργαριταριοῦ, μέχρι τῶν φωτεινοτάτων καὶ ὑελοδεστάτων ἀργυρορρευμάτων σεληνοφωτίστων θαλασσῶν, τρέχουν ἁπαλύνοντα, βελουδίζοντα καὶ στιλπνόνοντα.

Καὶ τὸ ἕνα αὐτό, ἀπώτατον, ὀρεινότατον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, δέχεται εἰς τὸν ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρα καὶ τὴν πρὸ τῶν ποδῶν του γηΐνην ὕλην τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Χρυσοῦ, ἄνωθεν καὶ κάτωθεν, χρυσοφιλεῖται, χρυσογραμμίζεται, χρυσακτινοῦται, χρυσολούεται, χρυσανθίζει, χρυσοκαίεται εἰς χρυσοστέμματα νεφῶν, εἰς ἐκρερηγμένα πυροτεχνήματα χρυσοβελωνωτῶν πευκώνων, εἰς χρυσόρροα ρεύματα χρυσοτυφλοῦντος ἔρωτος θαλασσῶν· καὶ τὰ χρυσόχροα φιλήματα ἀπὸ τῶν βαθυτέρων χρυσοβυσινοφλόγων καὶ χρυσοκοκκινοπύρων μέχρι τῶν φωτεινοτάτων χρυσαναμμάτων τῶν ἀέρων, τρέχουν παντοῦ, χρυσογράφοντα, χρυσοξανθίζοντα, χρυσονεκροῦντα ἢ χρυσογυαλίζοντα. Καὶ βαίνοντες ἀπὸ τὰ γενικώτερα, τυπικώτερα εἰς τὰ εἰδικώτερα καὶ ἀραιότερα, τὰ ροδαλὰ καὶ γαλανὰ ἀνοίγματα καὶ ἀνθίσματα, ἱλαρύνουν, ἡδονίζουν τὸ Κυανοῦν, τὰ Ἀργυρᾶ ἐξευγενίζουν, τὰ Χρυσᾶ καὶ κοκκινόφλογα θουριάζουν, τὰ σμαράγδινα καὶ φυστικίζοντα καὶ γαζιόχροα καὶ λεμονόχροα ἐκποιητικίζουν καὶ τὰ φαιά, τεφρά, καφφετιὰ περάσματα σκυθρωπάζουν τὴν Κυανῆν Θέαν.

Τὸ ἀπώτατον αὐτὸ Ὀρεινὸν Κυάνεον Κύκλωμα, τοῦ ὁποίου τὰ στήθη ἀργυρώνει καὶ τοὺς ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρας, καὶ τὰς ὑποκάτω αὐτοῦ ὕλας χρυσώνει, Χρυσὸς καὶ Ἄργυρος σχεδὸν οὔτε ὡρισμένως οὐρανόθεν, ἀλλ᾿ ἀοράτως ἀερόθεν καταχεόμενος, κόπτει ὁ ἐντὸς αὐτοῦ καὶ πλησιέστερον ἡμῶν σχηματιζόμενος δεύτερος Κύκλος, ἀπὸ πεδία, λόφους καὶ βράχους — Ὁσίου Λουκᾶ, Λυκαβηττοῦ, Ἀρδηττοῦ, Φιλοπάππου, Ἀστεροσκοπείου. Καὶ μὲ εὐρυτέραν ἀκόμη περιφέρειαν περιλαμβάνουσαν τὴν Φαληρικὴν γῆν, τὴν Καστέλλαν καὶ τὰ πρὸς ἡμᾶς φουσκώματα τῆς Κορυδαλλείου καὶ Σκαραμαγγείου βουνογραμμῆς. Κύκλος οὐδέποτε κυανοῦς, μὲ ἐντελῶς ἄλλα χρώματα, ὁλόκληρος πολύχρους, σὰν νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποδεικνύεται καὶ διὰ τοῦ ... Χρώματος! ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς καὶ ἐκ τῆς συνόλου Ἑλλάδος καὶ ἐκ τοῦ κάθε τμηματικοῦ σημείου. Ὁ ποικιλόχρους αὐτὸς κύκλος ὁ δεσποζόμενος ἀπὸ τὸ Χρυσοῦν, ὁ Ξανθὸς Κύκλος, τὸν ὁποῖον ἐδῶ δὲν περιγράφω ἀναλυτικώτερον, διὰ νὰ μὴν μακρύνω, ἀφοῦ θὰ ἐπανέλθω ἑκατομμυριάκις λεπτομερέστατα μέχρι τελείας ἀποδείξεως καὶ ἐξαντλήσεως θέματος, ἐμοῦ καὶ ...ἡμῶν — διότι εἶπα, ὅτι ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλανω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν ἐφάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα — εἶναι χρυσόχρους, κιτρινόχρους, φαιόχρους καὶ τὰ ταυτοειδῆ. Τὰ μακρυνὰ δὲ Κυάνεα καὶ Ἀργυροκυάνεα καὶ βοκαμβυλεόχροα θιγόμενα ὀπτικῶς ἀπὸ τὰ Ξανθά, τὰ Χρύσεα, τὰ γαζιανθῆ, ἀπὸ τὰ αἱμοχροΐζοντα λοφίδια — ὅπως τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ — τὰ κεραμοχροΐζοντα, τὰ κανελίζοντα, τὰ χρυσοκίτρινα, τὰ γλυνόχροα, τὰ σκονόχροα, τὰ καφφεόχροα, ἀντιβάλλουν παραδοξότατα τὰς μᾶλλον ἀπροόπτους, ἀφαντάστους καὶ δυνατωτάτας ἀντιθέσεις καὶ ὅμως κατορθώνουν νὰ δένωνται ἐξαισιώτατα, νὰ ἁρμονίζωνται θαυμασιώτατα, συνθέτοντα τὸ ἀπαραμίλλου πρωτοτυπίας καὶ ὀξυτάτης καλλονῆς σύνολον, τὸ ὁποῖον βλέπομεν.

Καὶ ὅπως ὁ ἀπώτατος Κύκλος ἔχει τὸ χαρακτηριστικόν του γενικὸν Χρῶμα καὶ διέρχεται ὅλων τῶν τόνων αὐτοῦ, οὕτω καὶ ὁ δεύτερος. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον κάθε βουνὸν εἶναι ὁλόκληρον ἕνας τόνος καὶ κάθε ἕνα εἶναι ἕνας τόνος ἄλλος, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον κάθε βράχωμα, λόφωμα ὁλόκληρον εἶναι ἕνα ἁπλοῦν χρῶμα ἄλλο. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον αἱ ἀποχρώσεις περιστρέφονται πάντοτε ἐντὸς τῶν αὐτῶν ἰδιαιτέρων τῶν ὁρίων, ἐπανερχόμεναι κατὰ ὡρισμένας ὥρας καὶ ἀτμοσφαιρικὰς συνθήκας, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον, ὥστε εὐκόλως εὑρίσκεται οὕτω καὶ ὁρίζεται ὁ τύπος, ὁ χαρακτήρ, τὸ εἶδος των, τὸ Χρῶμα των.

Καὶ ὅπως ἡ χρυσῆ λυχνία περιφέρεται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ὁ ἀπώτατος Κυανοῦς Στέφανος καὶ ὁ πλησίον Πολύχρους Κύκλος καὶ τὰ πάντα, ἀλλάζουν ὅψιν ἀενάως. Κάθε βράχωμα, ὕψωμα, λόφος τοῦ πλησίον μας κύκλου δίδει τὸ φόρεμα ποὺ ἐφόρεσε δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πλησίον του καὶ κάθε φόρεμα περνᾷ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τὸ πρῶτον ὕψωμα ἕως τὸ τελευταῖον τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν, νὰ μὴ φαίνωνται ὅλα τὰ συνήθη φορέματα τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικῶς ΣΤΙΓΜΗ σταματήματος καὶ δὲν ὑπάρχει ΣΤΙΓΜΗ, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἕνα ὕψωμα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ ἄλλο.

Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται—ὅπως ἡ ζέστη—σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθέριαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων, περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄϋλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας αἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊᾶς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἱκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑελινὸν πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑελινον πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζαντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ.

(...)

Τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τὸ Ἀηδόνι»


Τὸ τραγικώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπεισόδια τῶν τελευταίων ἡμερῶν συνέβη μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ στενωτέρου τῶν φίλων του παραμονὴν τῆς ἡμέρας τῆς αὐτοκτονίας, δηλαδὴ τὴν παρελθοῦσαν Τετάρτην.

Ὁ Γιαννόπουλος ἐπεσκέφθη τὸν φίλον του κατὰ τὰς δέκα τῆς νυκτός. Μαζὺ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ τὴν κυρίαν του ἐπῆγαν εἰς τὸν Κινηματογράφον. Ἐκεῖ ὁ Γιαννόπουλος κατελήφθη ἀπὸ ἀλλόκοτον εὐθυμίαν. Ἤνοιξε συνομιλίαν τόσον οἰκείαν μὲ κάποιον διπλανόν του ἄνθρωπον τοῦ λαοῦ, τόσον εὔθυμον καὶ διακοπτομένην ἀπὸ τόσον ἠχηροὺς γέλωτας, ὥστε προσείλκυσε τὴν προσοχὴν ὅλων. Μετὰ τὸν κινηματογράφον ὁ Γιαννόπουλος, ὁ φίλος καὶ ἡ σύζυγός του ἐμπῆκαν εἰς μίαν μπύραν γιὰ νὰ πάρουν κάτι. Τὸ κατάστημα ἦτο ἔρημον πελατῶν. Εἰς μίαν στιγμὴν ὁ μακαρίτης ἀνασκαλεύων τὶς τσέπες του, εἶπε μὲ γλυκύπικρον μειδίαμα...

— Σταθῆτε... σταθῆτε... Ἔχω κάτι νὰ σᾶς διαβάσω. Εἶναι κάποιο ἀγαπητό μου κομμάτι... Τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τ᾿ ἀηδόνι» του Ὄσκαρ Οὐάϊλδ, ποὺ τὸ ἔχω μεταφράσει... ἐνθυμεῖσθε;

Καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ τὸ διήγημα τοῦ Ἄγγλου ποιητοῦ, τὸ ὁποῖον εἶχε δημοσιευθῇ εἰς τὰ «Παναθήναια» κατὰ μετάφρασίν του, διακοπτόμενος διαρκῶς, μὲ φωνὴν βραχνὴν καὶ ἠλλοιωμένην, ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι ἀνεκάλυπτε μυστικὰς σχέσεις μεταξὺ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ πτερωτοῦ ἥρωος τοῦ Οὐάϊλδ, τοῦ ἀηδονιοῦ, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη νὰ καρφώσῃ τὴν καρδιά του εἰς τὸ ἀγκάθι μιᾶς τριανταφυλλιᾶς μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ βάψη μὲ τὸ αἷμα του ἕνα ἄλικο τριαντάφυλλο. Ἀφοῦ ἡ τραγικὴ ἀνάγνωσις ἐτελείωσεν, ὁ Γιαννόπουλος ἀναστέναξεν καὶ εἶπεν:

— Αὔριο θὰ κάμω μία ἐκδρομή...

Ἀλλὰ δὲν εἶπε ποῦ θὰ ἐπήγαινε. Κατόπιν ἐψώνισεν ἀπ᾿ ἐκεῖ φαγητὸν διὰ τὴν ἐκδρομὴν καὶ μπύραν. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ καληνυκτίσῃ τὸν φίλον του, τὸν ἐνηγκαλίσθη συγκεκινημένος καὶ ἄφωνος. Ὅταν ἀπεχωρίσθησαν, τὸ ζεῦγος τῶν φίλων του ἀνελύθη εἰς δάκρυα, ἐξ ἐνστίκτου. Ἐμάντευαν ὅτι κάτι τρομερὸν θὰ συνέβαινε, τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ προλάβουν.

Ὁ Γιαννόπουλος εἰς τοὺς στενούς του φίλους τὴν προηγουμένην τῆς ἡμέρας τῆς αὐτοκτονίας ἐχάρισεν ὁμοιομόρφους εἰκόνας ἀρχαίου ἀναγλύφου, παριστῶντος ἔφιππον ἔφηβον, ὑπαινισσόμενος προφανῶς τὸν τρόπον τῆς αὐτοκτονίας του.


Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Εμείς και οι Έλληνες

Εμείς και οι ΄Ελληνες

Ένα σπουδαίο κείμενο του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη για την τραγωδία του να είσαι Έλληνας
 
 
 
 του Δημήτρη Δημητριάδη 
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 20-05-2000)


Παραλλάσσοντάς τον, δανείζομαι τον τίτλο από το κείμενο του Ph. Lacoue-Labarthe «Ο Χέλντερλιν και οι Έλληνες», ένα κείμενο που, με τη συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει υπόγεια το δικό μου, όπως το διατρέχει και το κείμενο του Dominique Grandmont «Η Ελλάδα του Καβάφη», το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και διατύπωση των παρακάτω σκέψεών μου. Από το κείμενο του Lacoue-Labarthe κρατώ επίσης την προμετωπίδα του Heiner Muller στην οποία θα επανέλθω αργότερα.

 
Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του.

Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό.

Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. Να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα.

Την θανάσιμη έξοδο.



Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα.

Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα.

Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της.

Αποκλείει την ταυτότητα.

Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια.

Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες.

Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους.

Εμείς ως μη Έλληνες.

Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε;



Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες.

Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες.

Δεν είμαστε Έλληνες.

Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια.

Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μάς αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες.

Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες.

Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους.

Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες.

Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος.

Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.




Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το ατταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.

Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας.

Μιας απώλειας συντελεσμένης.

Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες.

Τι είναι, λοιπόν;

Το τίποτε.




Ιδού το χαρμόσυνο άγγελμα.

Το τίποτε.

Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι.

Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να παραμείνουν όλα εκεί που είναι.

Στον ανέξοδο βαυκαλισμό του κατέχοντος.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως θα συμβεί το δεύτερο.

Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μάς ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.

Προτάθηκαν όλα τα σχήματα ερμηνείας αυτής της συνέχειας, ιδεολογικά και γεωφυσικά.

Ολοκληρώθηκαν και απέτυχαν όλα. Κατέληξαν σε αδιέξοδα. Παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Διένειμαν ανυπόστατους ρόλους. Απέδωσαν ψευδείς τίτλους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαπάτησαν καλλιεργώντας την αυτοτέλεια του προσωπείου πάνω στην ανυπαρξία προσώπου.

Δεν παράγεται πολιτισμός με την αναπαραγωγή του δεδομένου.

Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου.




Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε:


«Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήσαν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;».

Ιδού η καρδιά του προβλήματος.

Παραμένει ακόμη ανέγγιχτη.

Επειδή το άγγιγμά της είναι αφόρητο.

Δεν είμαστε τίποτε.

Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος.

Ποιος είναι αυτός;

Να γίνουμε Έλληνες.




Με τι τρόπο;

Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο.

Αν μας ενδιαφέρει.

Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας.

Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει.

Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος.

Με την ιδιότητα του ξένου, συγκαταλεγόμαστε, αν το θέλουμε, στη χορεία εκείνων που θέλουν να τείνουν προς την Ελλάδα.

Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν.






Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία.

Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Δεν μας εισάγει στο πνεύμα που γέννησε τη μυθοποίηση του τοπίου. Τη μεταποίηση της γεωγραφίας από φύση σε ποίηση.

Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται;

Με την κατάρρευση των επικαλυμμάτων αποκαλύπτεται το σταθερό ζητούμενο, η δημιουργία τρόπων μεταποίησης του μη υπάρχοντος σε υπάρχον.

Διάπλαση μορφών.

Προσέγγιση απροσέγγιστου στόχου.

Ξανά από την αρχή.

Πάλι και πάλι.

Ως εκ του μηδενός.

Σύλληψη του ανέφικτου.

Παραβίαση του ορίου που διαχωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε από εκείνο που στην πραγματικότητα δεν είμαστε.

Είναι μία απόπειρα ελληνική.




Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη.

Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό.

Aρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα.

Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας.

Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.

Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός.

Τι λέει;



Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά.

Τρομερό το αίτημα.

Ζητά δημιουργικότητα.

Διακινδύνευση. Τόλμη.

Ζητά ζωή.

Ζητά παραδοχή μιας προσπάθειας κατά την οποία θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε το ελληνικό ως έτερο. Το έτερο ως ελληνικό.

Γιγαντομαχία.




Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται.

Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες.

Το ελληνικό είναι επίκτητο.

Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του.

Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί;

Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες.

Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση.

Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα.

Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες.

Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα.



Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού.

Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ’ αυτήν την γεωγραφική περιοχή;

Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό.

Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα.

Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο.

Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα.

Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη.

Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε.

Είναι ομογάλαkτος του μηδενός.

Είναι το ίδιον της ετερότητας.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη.




Θάλασσες, νησιά και βουνά, εξαντλήθηκαν στις γιγαντοαφίσες.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα.

Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες.

Κοιτάξτε γύρω σας τον πληθυσμιακό πολτό, με εγχάρακτη στα πρόσωπά τους την ολική αποτυχία.

Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο. Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί.

Ενδεδυμένους μόνον την περιβολή του τίποτε.

Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ.
Αν μας ενδιαφέρει αυτό.




Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα;

Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα;

Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση;

Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους; Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο;

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε.

Τι μένει, λοιπόν;

Ανθρωποι.

Ανθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία.

Ο αμετάφραστος πόνος.




Το άλλο όμως είναι άλλο.

Από τη μια η τρέχουσα ανθρωπινότητα, και από την άλλη το άλλο.

Η προμετωπίδα του Heiner Muller:

«Για να συμβεί κάτι, χρειάζεται να ξεκινήσει κάτι· το πρώτο σχήμα της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εμφάνιση του καινούργιου ο τρόμος».

Όπως βλέπετε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.

Γι’ αυτό και δεν προσφέρονται.

Για να προσφερθούν, πρέπει να τους προσφερθούμε εμείς προηγουμένως. Τίποτε δεν μας ανήκει.

Δικό μας είναι μόνον το τίποτε.

Δηλαδή η απόσταση.

Αθροισμα αποστάσεων θεωρούσε τη ζωή ο Πεντζίκης.

Η απόσταση.

Αυτή που γέννησε την ποίηση του Καβάφη.

Ο Καβάφης ήταν ελληνικός επειδή ήταν μακριά, αλλού.

Δεν ήταν εδώ, δεν ήταν μαζί, δεν ήταν δικός τους, δεν τους θεωρούσε δικούς του.

Ήξερε ότι δεν κατείχε.

Ελληνικός. Ιδιότητα τιμιότερη απ’ αυτήν δεν θεωρούσε άλλην.

Αυτό θα πει ελληνικός.

Να προσπαθείς να καλύψεις την απόσταση και να μην μπορείς.




«Η Ελλάδα ­ καταλήγει ο Lacoue-Labarthe ­ θα πρέπει να ήταν τούτος ο ίλιγγος και τούτη η απειλή: ένας λαός, ένας πολιτισμός που υποδηλώνονται, που δεν παύουν να υποδηλώνονται ως απρόσιτοι στον ίδιον τον εαυτό τους. Το κατ’ εξοχήν τραγικό, αν αληθεύει ότι το τραγικό αρχίζει με την κατάρρευση του μιμητού και την εξαφάνιση των προτύπων».

Μπορούμε να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε αυτήν την κατάρρευση και αυτήν την εξαφάνιση;

Αν μας ενδιαφέρει.

Ειδάλλως, ας πάψουμε να σφετεριζόμαστε εκείνα που ανήκουν σε άλλους.

Στους Έλληνες.




Τελειώνω επανερχόμενος στον τίτλο.

«Εμείς και οι Έλληνες».

Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει.

Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας.

Όχι η καπηλευτική αναπαράστασή της στην πιο χυδαία και πληθωριστική εκδοχή της που είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό υπάρχει, αλλά η αιματηρή παράσταση της ανέκδοτης εκδοχής της σε ό,τι πιο ανησυχητικό υπάρχει.

Το ελληνικό ως τρομακτικό.

Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που δεν είναι, και γι’ αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.


 

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ

ΚΒ’ Οι Αρχαίοι

Δε με μέλει τώρα να πεθάνω! Μου φτάνει η ζωή, αφού είδα την Αθήνα. Εδώ γεννήθηκε ο κόσμος. Εδώ και στη Ρώμη μορφώθηκε η Εβρώπη. Μικρός τόπος και γέμισε τη γης. Από δω μας ήρθανε και νους και σκέψη κι ιδέες. Αφτή μας έκαμε αθρώπους. Αθήνα τη λένε και ποτές όνομα στον κόσμο, με τόσο λίγες συλλαβές, δε σήμανε τόσα. Φτάνει τ’ όνομά  της να πεις και τα λες όλα. Με σέβας το χώμα της να πατήσεις, εσύ που έρχεσαι σε τέτοια χώρα· τον ουρανό που βλέπεις, τονέ βλέπανε και τότες οι μεγάλοι· τον ορίζοντα που κοιτάζεις με τόση χαρά, τον κοιτάζανε τα μάτια τους κάθε μέρα. Μέσα σ’ αφτή την ατμόσφαιρα γεννιόντανε οι φωτερές ιδέες, βγαίνανε ποίηση και φιλοσοφία. Όταν ανεβαίνανε οι γενναίοι στην Ακρόπολη απάνω, την ίδια θάλασσα θωρούσανε που θωρείς τώρα και συ.
Με πόση χάρη, με πόση νοστιμάδα αράδιασε η φύση τις κορφούλες και τα βουναράκια που βλέπεις γύρω γύρω στην Αθήνα! Τι ωραία, τι χαδεφτικιά μορφή κατόρθωσε να τους δώσει! Με τι γλύκα, με πόση αγάπη ζουγράφισε κάθε γραμ­μή! Με πόσο ρυθμό και μέτρο, με πόση αρμονία σκάλισε τη γης, έστρωσε τα περιγιάλια και στρογγύλωσε τους γιαλούς! Στόλισε την Αθήνα με τις πιο χαριτωμένες, με τις πιο απα­λές της ομορφιές. Την έκαμε με πόθο και χαρά, τη συγύρισε σαν παιδί της. Όλα τάχει ταιριασμένα· εδώ τ’ αριστουργήματα της τέχνης φαίνουνται σα να βγήκανε από το χώμα, σα να είναι του τόπου γεννήματα, αφού και τα πλάσματα της φύσης έχουνε τόση φαιδρότητα και τέχνη.
Αιώνια χώρα θα μείνεις — και μη σε μέλει! Μπορεί να σε καταπατήσουνε οι βάρβαροι, μπορεί τα σκυλιά στον Παρθε­νώνα σου να χυθούνε. Ήσυχη να είσαι! θα καταστραφούνε τα σκυλιά και θα χαθούνε οι βάρβαροι· μια μέρα θα δέρνουνται και θα κλαίνε για την τόση τους τόλμη. Εσύ πάντα θα βασιλέβεις· εσύ θα στέκεσαι παντοτινά, γιατί εσένα πάντα σε κοιτάζει η γλαφκομάτα μεγάλη θεά, γιατί εσένα πάντα σε προσέχει το πελώριο μάτι του Δία!
Εδώ ζούσε λαός μοναδικός στην ιστορία. Άλλος δε θα βρεθεί που να του μοιάξει· μπορούμε να το ’χουμε κάφκημα και δόξα, μόλον ότι και μεις δε θα του μοιάξουμε ποτές. Ο πιο πρόστυχος άθρωπος ένοιωθε μέσα του τι θα πει τέχνη και ποίηση, ήξερε, χωρίς να του το μάθει κανείς, ποιο είναι το καλό και τ’ ωραίο. Άλλο δεν είχε δάσκαλο παρά τη φύση. Για να γίνουν έργα μεγάλα, δε φτάνει ένας μόνο να τα κάμει· χρειάζεται η συνέργεια ολωνώνε· πρέπει να τα καταλάβουνε όλοι, κι όλοι να τ’ αρέσουνε. Καλλιτέχνης ήτανε ο λαός όλος. Σε κάθε πέτρα χάραξε την ιδέα του· ο νους του μπήκε βούλα μέσα σε κάθε μάρμαρο, σε κάθε στίχο. Στους ναούς και στα βιβλία, στου Παρθενώνα το μέτωπο και τις κολόνες, μας άφησε την καλύτερή του διδαχή. Μας έμαθε τι θα πει ειλι­κρίνεια και τέχνη. Ψεφτιές εδώ δεν έχει· δεν έχει πολύπλοκες τεχνουργίες· βάλε μια πέτρα πάνω στην άλλη και βγήκε ο Παρθενός. Πιο απλά μέσα, πιο απονήρεφτοι τρόποι δε γίνουνται. Ο Αθηναίος δε γύρεβε να θαμπώσει τον κόσμο, να μας γελάσει με τέχνες, με σοφίες, με γύρους κι αλλογύρους. Δεν ήτανε ο σκοπός τους να φαντάξουνε. Ένα μόνο κυνηγούσανε, πώς να πούνε την ιδέα τους, πώς να την παραστήσουνε απλά και φυσικά, για να την καταλάβει ο καθένας· δεν τους έμελε για τίποτις άλλο, κι ίσια ίσια γιατί δεν είχανε άλλο σκοπό, κατορθώσανε κι είχανε τόση τέχνη.
Την Ακρόπολη την είδα όπως βέβαια δεν την είδε κανένας ξένος· για τούτο σας μιλώ με τόση ζωεράδα. Να μάθετε τι τρέχει· ίσως δεν τ’ αποδείχνω, μα πολύ μου αρέσουνε οι Αρχαίοι. Τα πήγαμε πάντα καλά μαζί. Οι Αρχαίοι περή­φανοι δεν είναι. Όταν ήμουνε παιδί στο σκολειό, δε μου ερχόντανε τα λόγια τους· μου φαινότανε πως οι Αρχαίοι άλλο τίποτα δεν ήτανε παρά ένα σωρό δασκάλοι· έτσι το θαρρούσα, ίσως γιατί δασκάλοι μου τους παραδίνανε· τους είχα για κατσούφηδες, μαχμούρηδες, σκολαστικούς αθρώπους, και να το πω κι αφτό, βαρετούς με το παραπάνω. Λαχταρούσα στο σκολειό πότε να φέξουνε οι διακοπές. Όταν έπιασα μοναχός μου να τους σπουδάσω, άλλαξα γνώμη με μιας. Κατάλαβα πως πιο γελαστοί, πιο καλής ψυχής αθρώποι δε γίνουνται. Τους έβαλα μέσα στην καρδιά μου — κι από τότες τα πάμε λαμπρά. Άμα αδειάσω λίγη ώρα το χειμώνα — όταν πέ­φτουνε όξω τα χιόνια πηχτά πηχτά και κάθουμαι ήσυχα κοντά στη φωτιά μου — πολύ μ’ αρέσει να κουβεντιάζω με τους Αρχαίους. Πιάνω ένα βιβλίο και τα λέμε. Πόσα γέ­λια που κάνουμε μαζί! Πόση χαρά με περεχύνουνε τα λόγια τους! Πόσο θυμώνω, άμα θυμώσουνε· πόσο κλαίω, άμα δακρύσουνε· πόσο με διασκεδάζουνε τα παραμύθια τους και πόσο μου γλυκαίνει την ψυχή η καλή τους, η αψηλή τους φιλοσο­φία και ποίηση. Τα ’χουμε πολύ καλά μαζί. Δεν κάνουνε και τον περήφανο· φτάνει να τους αγαπάς με την καρδιά σου, να μην τους έχεις για σοφολογιότατους, και με πολλή καλοσύνη σου ξεσκεπάζουνε τις ιδέες τους, σου φανερώνουνε τις ομορφιές τους και πιάνουνε τα λόγια. Πολύ μου αρέσουνε οι Αρχαίοι! Πάντα το πεθυμούσα ν’ ανταμωθούμε καμιά μέρα.
Τ’ αξιώθηκα κι αφτό, ότι πάτησα στην Αθήνα. Κόντεβε μεσημέρι· γλήγορα γλήγορα έτρεχε ο καθένας από τη ζέστη να χωθεί μέσα στο κελάρι. Έτσι κρυφτήκανε όλοι και στους δρόμους δε φαινότανε πια ψυχή. Ο ήλιος φωτοβολούσε, που σου θάμπωνε τα μάτια. Όλα τα ’βλεπες κάτασπρα, η Αθήνα γυάλιζε σαν απέραντος βώλος ζάχαρη· έλεγες πως είχε χλωμιάσει κι ο ουρανός από την αντηλιά. Ησυχία δεν έχω στο ταξίδι· πρέπει πάντα να είμαι στο ποδάρι. Σηκώθηκα λοιπό να πάω στην Ακρόπολη. Προτού ανεβώ, στάθηκα κάτω μια στιγμή και κοίταξα απάνω, να διω. Τι βλέπω; Όλους τους Αρχαίους μαζωμένους στην Ακρόπολη, ξυπόλυτους κι ασπροντυμένους, με τους μακριούς χιτώνες. Τα πρόσωπά τους ήτανε κάπως χλωμά, μα πάντοτες ωραία. Προχώρησα και τους είδα από πιο κοντά. Περπατούσανε και μιλούσανε ανα­μεταξύ τους. Άλλοι ανεβοκατεβαίνανε τη σκάλα του Beulé, άλλοι πάλε ερχόντανε ίσα με κάτω, στου Διόνυσου το θέα­τρο, καθόντανε γύρω γύρω στα σκαμνιά και προσμένανε — ποιος ξέρει τι; Ίσως καμιά παράσταση που δε θα γίνει ποτές. Άλλοι ήτανε καθησμένοι με την αράδα στα σκαλοπάτια του Παρθενώνα, κοιτάζανε το χόρτο που είχε φυτρώσει στις πέ­τρες ή θωρούσανε τη θάλασσα μπροστά τους. Είχανε ομιλίες κι έσκυφτε ο ένας να πει κάτι του αλλουνού. Ο Σωκράτης έτριβε τα σκέλια που θυμότανε πως τρίβοντας τα σκέλια του είχε πεθάνει, και γλυκά χαμογελούσε. Τι καλός εκείνος ο Σωκρά­της! Χαιρόντανε όλοι τους να τον ακούνε. Ήταν ένα γλέντι για τον κόσμο. Έπρεπε να διεις τον ήσυχο το γέρο, όταν είχε σκοπό να πει καμιά νοστιμάδα ή να κάμει κανένα χωρατό· τότες ήτανε που έβγαζε από το στόμα του λόγια γεμάτα ιδέες μεγάλες και πανάγιες αλήθειες. Παίζοντας και σα να μην πρόσεχε διόλου, έλεγε τα πιο σοβαρά πράματα. Σε τέ­τοιες ώρες είχε μάλιστα το συνήθειο να κατεβάζει τα φρύδια και να πετά στραβά μια ματιά, τάχατις σα να ’κανε το σπου­δαίο ή το θυμωμένο. Ο Πλάτωνας τον πείραζε λέγοντας πως έμοιαζε τάβρος.
Ο Ηρόδοτος, με χάρη μοναδική, δηγότανε παρέκει κάτι ιστορίες που τελειωμό δεν είχανε. Καθόντανε τα ελληνόπαιδα τριγύρω και τον ακούγανε όλοι σαν παππού τους. Σκυθρωπός σαν το λιοντάρι, ο Θουκυδίδης μελετούσε. Γύρεβε θεμέλια για να στηλώσει την αλήθεια. Μάζωνε πλεροφορίες εδώ και κει, ρωτούσε τους στρατιώτες, μιλούσε με τους γέρους, πολε­μούσε να διαβάσει τις επιγραφές και τα μνημεία. Κάποτες χαμογελούσε το λιοντάρι· έβλεπε πως το έργο του πια έμεινε στους αιώνες και πως μοναχός του, πριν ακόμη μάθει ο κό­σμος τι θα πει επιστήμη και τέχνη της κριτικής, έδειξε την αληθινή, τη μόνη μέθοδο της επιστήμης και της ιστορίας.
Ένας γέρος, με τα μαλλιά σαν το χιόνι, ήμερα και γλυκά τραγουδούσε κάπου κάπου της άνοιξης την καλοσύνη, του αηδονιού τη λαλιά, του Κολωνού την ωραιότητα και την ασπράδα. Ήτανε ο Σοφοκλής, ο μεγαλύτερος απ’ όλους, ο Σοφοκλής που άναφτε η καρδιά του και που βγάζανε οι στίχοι του φωτιά, κάθε φορά που μιλούσε για την ουράνια Δίκη, για τις Ερινύες που τους φονιάδες φονέβουνε· κρύφτουνται οι Ερινύες μέσα στα λαγκάδια και στους βράχους — κι οι βράχοι θα καταντήσουνε τρομάρα για όσους δεν εί­δανε πως πίσω από τους βράχους είναι κρυμμένες οι χαλκόποδες θεές. Ο αγαθός ο Αισκύλος μονολογούσε· πότε τον έβλε­πες σαν ιερέας να λητουργά, πότε να πολεμά σα στρατιώτης. Συνήθιζε πού και πού να βάζει στις τραγωδίες του μέσα και δυο τρεις ξένες λέξες· τις είχε μάθει στους περσικούς πολέ­μους. Από μακριά, ο Εβριπίδης τους κοίταζε και τους δυο. Γελούσε σα μαργιόλος. Όταν έκλαιγε, έκλαιγε σατυρικά. Κανείς όμως δεν είχε τη φωνή του, κανείς δεν είχε το πάθος του, άμα έψελνε την αγάπη. Έγραφε κείνη την ώρα μια στροφή κι αντιστροφή για μια του τραγωδία· κι ωστόσο δεν έμοιαζε λυπημένος. Ήτανε όλος χαρά και μου φάνηκε πως τα έξυπνα του τα μάτια μιλούσανε και λέγανε κρυφά κρυφά·— «Στάσου, να τους πιάσουμε τους Αθηναίους με τους δωρισμούς που όλο γυρέβουνε στα δράματά μας. Κανένα χορό να τους φτιάσω, που τίποτα να μην καταλάβουνε ούτε κείνοι ούτε οι σοφοί Εβρωπαίοι κατόπι.» Ο Αριστοφάνης όμως δεν του τα μασούσε· τον έκανε κουρέλι. Τα ’λεγε χοντρά, μα πάντα με χάρη· ήξερε δηλαδή πως ήτανε Αρχαίος, και πως του τα συχωρνούσανε οι δασκάλοι να μιλεί χυδαία. Σκάνανε οι Αθηναίοι στα γέλια.
Ο Περικλής, ο αληθινός πατέρας της μεγάλης δημηγορίας, μ’ ένα του λόγο κόρωνε τα λαό ή τον ησύχαζε πάλε· γινότανε αστροπελέκι και βροντή, αναποδογύριζε την Ελλάδα — κι έμοιαζε θεός. Ο Δημοστένης, άλλο θεριό. Αχ! τι φωνή που ήτανε κείνη! Σαν τις φλόγες πετιόντανε τα λόγια του κι ανάφτανε τις καρδιές· σωστή πυρκαγιά. Λες να ήτανε ο Φίλιππος κανένας Σλάβος, για να τα βάλει μαζί του ο Δημο­στένης με τόσο θυμό; Ας έχουνε τη Μακεδονία τους, έλεγε, κι ας μας αφήσουνε μας την Ελλάδα. Και δος-του και δος-του! Χτυπούσε κι όλο χτυπούσε, σαν τον Ήφαιστο με το σφυρί. Θα ξανακούσουμε καμιά μέρα τέτοιο κακό; Οι θεοί να το δώσουνε! Να χαρούμε και μεις, αφού είδαμε τόσα. Τι δύναμη που την είχε! Τι καλά που μιλούσε τη γλώσσα τη δημοτική. Έβαζε στους λόγους του μέσα τις πιο γνωστές, τις πιο συνηθισμένες λέξες, τις κοινές φράσες του λαού. Φανταστείτε το Δημοστένη να μιλεί καθαρέβουσα! Δεν είναι πια Δημοστένης· είναι δάσκαλος. Όχι, με τους χωρατάδες, με τα γέλια, με την ειρωνεία που καίει, με τα πάθος που μπαί­νει ίσια μέσα στην ψυχή, με την τρομερή λογική που θέλεις δε θέλεις σε καταπείθει, το σκοπό του όλο κυνηγούσε· έριχνε στο Φίλιππο λάσπη· τον έκανε μασκαρά!
Ο φίλος ο Αριστοτέλης είχε πάλι άλλες φροντίδες. Κοί­ταζε πώς να πλουτίσει τον αθρώπινο νου, πώς να χωρέσει το κεφάλι του αθρώπου πιότερη μάθηση, πιότερες γνώσες, πώς να καταλογίσει όσα ξέρει, πώς να κάμει την επιστήμη να προδέψει· στάθηκε ο πρώτος δάσκαλος της Εβρώπης. Περ­πατούσε με τους μαθητάδες του κι έλεγε λόγια που μπορούσε κι ο Πλάτωνας να τ’ ακούσει. Τα σημειώνανε οι μαθητάδες γλήγορα γλήγορα και στα πεταχτά· έτσι σωθήκανε πολλά του Αριστοτέλη. Όταν τα βλέπουμε τυπωμένα, μας έρχουν­ται κάπως ξερά και ψυχρούτσικα· μα τώρα που τον άκουγα, που τον είχα μπροστά μου, ένοιωθα την καλοσύνη του όλη, την τρυφερή του ψυχή, της καρδιάς του τη γλυκάδα και τη χάρη. Ποιος μπόρεσε ποτές και ποιος θα μπορέσει να μιλήσει με τόση αγάπη και με τόσο ύψος για το θείο; Ποιανού μάτια είδανε τόσο καθαρά και χαρήκανε τόσο πολύ να διούνε τη Δικιοσύνη; Την όψη της, λέει, μήτε ο εσπερινός την αξίζει μήτε ο αβγερινός· η φύση τόσο ωραία δεν είναι! Ποιος εννόησε καλύτερα πως η ενέργεια είναι ο γενικός νόμος του κόσμου; Κι όταν κλαις κι όταν έχεις κανέναν καημό και λυπάσαι, έλεγε την ώρα που τον άκουγα στην Ακρόπολη, μπορεί ωστόσο να μην είσαι δυστυχισμένος, αφού μέσα σου νοιώθεις την ψυχή σου κι ενεργά. Κανένας καρδιογνώστης δεν ανάλυσε με τέτοια δύναμη κι αλήθεια κάθε πάθος της καρδιάς μας. Δε βρέθηκε άλλος σαν το Σταγειρίτη για να ξεδιαλύσει τα μυ­στικά της αθρωπότητας και της ζωής. Κανείς δεν είχε κρίση πιο σωστή και νου πιο γενναίο. Τόσο λαμπρά δε μίλησε κα­νείς για τη φιλία, που δεν αρέσει τη μοναξιά και που χαί­ρεται περισσότερο με την αγάπη που δίνει παρά με την αγάπη που παίρνει. Άνοιγε η καρδιά μου να τον ακούω. Μου ερχό­τανε όλο να πάω να του φιλήσω το χέρι.
Ο Ξενοφώντας κι ο Πλάτωνας φιλοτιμιόντανε ποιος να μιλήσει πιο καλά για το Σωκράτη. Ο Ξενοφώντας τα ’λεγε στρατιωτικά κι απλά. Ο Πλάτωνας έβαζε και τον Πλάτωνα μέσα. Αναγάλλιαζε η ψυχή με τη μιλιά του. Τα λόγια του ήταν ένα χαμόγελο. Δεν κοιτάζανε τα μάτια του κατά γης· έλεγες μάλιστα πως μόλις πατούσε χώμα. Κοίταζε αψηλά αψηλά στον ουρανό, σα να γέμιζε φως ο μεγάλος του νους. Σου φαινότανε πως θωρούσε, μέσα και μέσα στα γαλάζια τ’ ουρανού, ολωνώνε των πραμάτω τη μορφή και τις ιδέες, και τον περεχούσε χαρά που τέλος ξεσκεπαζότανε μπροστά του η αλήθεια.
Πίσω στον Παρθενώνα ήτανε ίσκιος και στον ίσκιο μέσα καθόντανε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ο Παρμενίδης ο Ελαιάτης, ο Εμπεδοκλής, ο Ξενοφάνης. Λίγο λίγο προχωρούσανε· ο ήλιος όξω είχε τόση δύναμη, τόσο φως, που το μέρος εκείνο έμοιαζε ακόμη πιο μάβρο· έμοιαζε σα βαθύ βαθύ σκοτάδι· λες πως βγαίνανε οι φιλόσοφοι μέσα από κανένα χάος και πως πίσω τους είχανε νύχτα και καταχνιά. Όσο προβαίνανε όμως, τόσο πιότερο έλαμπε, τόσο πιότερο γέμιζε αχτίδες το πρό­σωπό τους. Ο Ηράκλειτος μιλούσε για τα ποτάμια που τρέ­χουνε και για τον κόσμο που σαν το ποτάμι περνά. Ο Δημό­κριτος βαστούσε στα δάχτυλά του κάτι άτομα μικρά μικρά, γύρεβε να τα κόψει και δίδασκε πως όλα ξαναγεννιούνται. Έκλαιγε και γελούσε για τούτο. Τους κοίταζε ο Αναξαγόρας κι έλεγε πως χρειάζεται Νους για να στρώσει ο κόσμος, Νους για να δώσει στη φύση τη μορφή της, για να ξεχωρίσει τ’ άτομα και να ζωντανέψει την ύλη. Με πόση διάνοια, με πόση κρίση και γνώση, πρώτοι τους εκείνοι, όταν ακόμη σωπαίνανε οι γλώσσες και τα κεφάλια, καταλάβανε την ύπαρξη και τη φύση, είδανε πως μια και μόνη αρχή, ένας γενικός νόμος κυβερνά τον Κόσμο, πως ουρανός και γης, πως όλα τα φαινόμενα που βλέπεις είναι το ίδιο πράμα και μέσα τους έχουν ένα σύστημα μοναδικό, που ενώνει το καθετίς το ένα με τ’ άλλο! Πολύ πιο σοφοί, πολύ πιο μεγάλοι σταθήκανε κείνοι κι από το Σωκράτη κι από τους άλλους. Κουβεντιάζανε κρυφά κρυφά αναμεταξύ τους και δεν μπορούσες ν’ ακούσεις τι λέ­γανε. Κοντά στους φιλοσόφους και λίγο πιο πίσω, γιατί μοιά­ζανε ακόμη πιο παλιοί, στέκονταν ένα σωρό τραγουδιστάδες. Ανεβαίνανε κι αφτοί στην Ακρόπολη. Ερχόντανε από την Αιολίδα κι είχανε περάσει κάμποσα χρόνια στην Ιωνία. Δη­γόντανε παραμύθια του λαού κι αθάνατες ιστορίες. Είχανε όλοι τους στο μέτωπο γραμμένο το ίδιο όνομα, Όμηρος. Ένας όμως που έμοιαζε σα λοχαγός, περπατούσε μπροστά, έκρυφτε τους άλλους με τη μεγάλη του ράχη, με τ’ ωραίο του το κεφάλι, και τους περιμάζωνε πίσω του με τρόπο που δεν τους έβλεπες πια, και που φαινότανε ο μόνος Όμηρος εκείνος να είναι. Οι φιλόσοφοι κι οι τραγουδιστάδες είχανε ομιλίες. Λέ­γανε οι φιλόσοφοι· — «Ο νους του αθρώπου ήτανε κοιμι­σμένος· πρώτοι του δώσαμε ζωή. Φιλοσοφία δεν ήξερε και του μάθαμε φιλοσοφία.» — Λέγανε οι τραγουδιστάδες· — «Η φαντασία του αθρώπου ήτανε κοιμισμένη· πρώτοι της δώσαμε ζωή. Ποίηση δεν ήξερε και του μάθαμε ποίηση.» Αθάνατα λόγια! Αθάνατος ο λαός που μπόρεσε μια μέρα να τα πει!
Τι να σας τα πολυλογώ; Τι να περνώ έναν ένανε όσους απάντησα στην Ακρόπολη; Όλες οι δόξες της Ελλάδας βρισκόντανε κει πέρα· άκουσα και τον Ησίοδο να παραπονιέ­ται γλυκά για τον αδερφό του, και να βάζει μέσα στον κατά­λογό του ολύμπιους θεούς κι ήρωες κάθε χώρας· είδα τον Ιππώναχτα, τον Αρχίλοχο που σκοτώνανε άθρωπο μ’ ένα τους στίχο· τον Αλκαίο, τον καλό σοβαρό και φρόνιμο Ανα­κρέοντα, την αθάνατη Σαφώ, ολόρθια, στημένη σα φλόγα· τον Αλκμάνα, τον Ίβυκο, το Στησίχορο το γενναίο, το θρή­σκο Σιμωνίδη τον Κείο. Κάπου κάπου έβλεπα και κάτι σκιές, κατάχλωμες και σα μισοσβησμένες που περπατούσανε κάτω μακριά, τον Ορφέα, το Λίνο, το Μουσαίο· μέσα σ’ αφτές τις σκιές ξεδιάκρινες κι άλλες δυο· ίσως ήτανε ο Πυθαγόρας η μια κι ο Λυκούργος της Σπάρτης η άλλη. Όσοι όμως ήτανε μαζωμένοι μπροστά στον Παρθενώνα, φαινόντανε και πολύ καλύτερα. Είδα τον Ισοκράτη, που όλο διόρθωνε τα γραψί­ματά του, το Λυσία, τον Υπερίδη, το Λυκούργο, τους δέκα ρήτορες, τους σοφιστάδες, το Μέναντρο και τους κωμικούς, το σοφό τον Επίκουρο, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο, το Ζήνωνα και τους άλλους φιλοσόφους. Ήτανε κι ο Πλούταρ­χος εκεί, με πρόσωπο γελαστό, κοντούτσικος, με παχούτσικα μάγουλα και γενναία όψη· ήτανε κι ο Λουκιανός ο παιχνιδιάρης· πολεμούσανε του κάκου κι οι δυο τους ν’ ανεβούνε ίσα με τον Παρθενώνα. Ήτανε άλλοι πολλοί, μα πού να τους θυμηθώ; Μόνο το Θεόκριτο δεν είδα· οι Αρχαίοι δεν τονέ θέλανε πλάγι τους και του λέγανε πως είναι μαϊμού. Μαζί με τους Αλεξαντρινούς τον είχανε μέσα στο Μουσείο.
Οι Αρχαίοι περπατούσανε, καθόντανε, πηγαίνανε δω και κει, πιάνανε κουβέντες, γελούσανε και φιλοσοφούσανε. Παρα­τήρησα όμως πως πάντα γυρίζανε τη ράχη τους στο Πανε­πιστήμιο. Αλήθεια, πολύ μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Παρατή­ρησα κι άλλο ένα· οι Αρχαίοι δε μιλούσανε αρχαία, μιλού­σανε ρωμαίικα! Οι Αρχαίοι πήρανε τον ίδιο δρόμο που πήρε κι η γλώσσα τους· κάθε χρόνο, κάθε δέκα, κάθε πενήντα χρό­νια και κάθε αιώνα λίγο λίγο μεταμορφωνότανε η γλώσσα τους· όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιότερο έμοιαζε με τη δική μας σήμερα. Οι Αρχαίοι, που ζήσανε και κείνοι μαζί με τη γλώσσα, αφού και τώρα τους έβλεπα ακόμη στην Ακρόπολη, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουνε οι ίδιοι, μιλήσανε τη δημοτική· «Αλλάξανε οι καιροί, μου λέγανε, αλλάξαμε και μεις. Μοναχό του έγινε το πράμα, απλά και φυσικά. Χίλιες φορές αλλάξαμε γλώσσα κι άλλη δουλειά δεν κάναμε. Ο Πλάτωνας δε μιλούσε την ίδια γλώσσα που μιλούσε ο Όμηρος μήτε που μίλησε ο Μέναντρος κατόπι. Ο σκοπός μας ήτανε πάντα, να μη δυσκολέβεται ο κόσμος με τα λόγια μας, και για τούτο είχαμε πάντα τη γλώσσα της εποχής μας. Αν ήτανε να μιλούμε σήμερις απαράλλαχτα και σωστά σαν που μιλούσαμε τότες, ποιος θα μας καταλάβαινε; Ίσως δυο τρεις φιλόλογοι στην Εβρώπη· στην Ελλάδα βέβαια μήτε μισός φιλόλογος δε θα ’νοιωθε τι λέμε. Τα ξεχάσαμε κιόλας. Βλέπουμε μάλιστα πως σήμερα ξέρουνε τη γλώσσα μας στην Εβρώπη πολύ πιο καλά απ’ όσο την ξέραμε στα χρόνια μας. Βρίσκουν ένα σωρό πράματα που μήτε είχαμε υποψία· ετυμολογούνε τις λέξες που συνηθίζαμε καθεμερνά, χωρίς να φαν­ταστούμε πως είχανε καμιά συγγένεια μ’ άλλες γλώσσες, και πως τις ίδιες ρίζες μπορείς ν’ απαντήσεις στα περσικά, στα σασκρίτικα και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Ήτανε τόντις προκομμένοι οι Αρχαίοι· να που ξέρανε και σασκρίτικα!) Κι ό­μως δεν είπαμε ποτές τη γλώσσα μας βάρβαρη. Σήμερα στην Ελλάδα, όσο καταλάβαμε, όποιος δεν ξέρει να ετυμολογήσει μια λέξη ή να ξηγήσει έναν τύπο, δεν πάει να μάθει στο σκο­λειό, μόνο θα πει τη λέξη βάρβαρη και βάρβαρο τον τύπο, γιατί νομίζει πως ό,τι εκείνος δεν ξέρει, δεν μπορεί και να είναι σωστό.»
Αναστενάζανε οι Αρχαίοι και παραπονιόντανε· — «Αχ! παιδί μου, να ήξερες τι σκοτούρες που μας έδωσε η γλώσσα μας! Όταν αρχίσαμε να γράφουμε, είχαμε κάμποσες δυσκο­λίες. Η γλώσσα μας μορφωμένη δεν ήτανε ακόμη. Ρώτα τον Πλάτωνα να σου το πει· για να φτάσει η γλώσσα του ομηρικού στίχου στην αττική φράση, για να γίνει η ομηρική γλώσσα ό,τι έγινε κατόπι στον καιρό της χρυσής μας εποχής, χρειά­στηκε δουλειά και κόπος. Είδαμε και πάθαμε ώσπου να κά­μουμε τη γλώσσα μας κάτι να είναι και να φαίνεται. Τώρα που το κατορθώσαμε, μας βγήκε άλλος μπελάς στο κεφάλι· μας βάλανε την καθαρέβουσα στη ράχη. Πρέπει να τη φορ­τωθούμε, σα να ήτανε άξαφνα γλώσσα δική μας, σα να ήτανε παιδί μας και σα να την είχαμε κάμει ποτέ μας.»
Κάποτες θυμώνανε οι Αρχαίοι· — «Η καθαρέβουσα! Είναι άξιοι να κάμουνε τον κόσμο να πιστέψει πως τόντις μπορούσαμε να μιλήσουμε τέτοια βάρβαρη γλώσσα! Πάντα μιλούσαμε τη γλώσσα του καιρού που ζούσαμε. Αλλιώς πώς θα ήτανε δυνατό να σωθούνε οι ραψωδίες αφτωνώνε που βλέ­πεις εκεί πέρα, πίσω από τον Παρθενώνα; Α δεν ήτανε του λαού γλώσσα, πώς θα τη μάθαινε ο λαός; Πώς θα την ήξερε; Πώς θα πηγαίνανε οι Αθηναίοι στα θέατρα ν’ ακούσουν Εβριπίδη, Σοφοκλή, Αισκύλο; Πώς θα το κατόρθωνε ο Δημο­στένης να βάλει φωτιά σ’ όλη την Ελλάδα; Ποιος θα ’δινε προσοχή στα λόγια του Δημοστένη, αν ο καθένας δεν ήτανε άξιος να τα καταλάβει;»
Αλήθεια, πολύ μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Φρόνιμα μιλού­σανε. Οι Αρχαίοι κάπου κάπου ανοίγανε το στόμα κι απορούσανε σαν παιδιά. Βλέπανε κάθε μέρα στην Ακρόπολη Άγ­γλους, Γάλλους, Γερμανούς και δεν ξέρανε καλά καλά τι λο­γής αθρώποι ήτανε. Άξαφνα με ρωτούνε· — «Τι πράματα είναι τούτοι με τ’ αψηλά καπέλα και τα στενά τα ρούχα; Τώρα που σε βρήκαμε, για πες μας.» — «Αφτοί, τους κάνω γω, είναι ξένοι. Λέγουνται Γκέτες, Σαικσπείρος και Βολταίρος. Καλοί μου προγόνοι, βλέπετε πως δεν έχουν ελληνικά ονόματα· σαν που συνηθίζατε να λέτε στον καιρό σας, είναι βάρβαροι.» «Βάρβαροι! Σώπα, καλέ! Αν είναι αφτοί που λες, τους ξέρουμε, γιατί κουβεντιάζουμε συχνά μαζί στους ηλύσιους κάμπους· εκεί κάτω, φορούνε χιτώνα σαν και μας· για τούτο δεν τους γνωρίσαμε τώρα με τα φωκόλα. Μη λες βαρβάρους τέτοιους άντρες· είναι δικοί μας. Ό,τι κά­μαμε μεις στα χρόνια μας, το κάμανε κείνοι στα δικά τους. Είναι ίσα με μας και μη σε μέλει.» — «Έλεγα δηλαδή ... — προσπάθησα να το διορθώσω — που δε γράψανε στη γλώσσα σας και μόνο με τη γλώσσα την αρχαία νόμιζα πως μπο­ρούσε κανείς να γράψει αθρωπεμένα. Ο Σαικσπείρος τουλά­χιστο μεταφράστηκε.» Είδα πως ο λόγος μου δεν τους άρεσε. Σιγά σιγά μουρμουρίζανε· — «Την αλήθεια, την αλήθεια, παιδί μου!» Δεν είπα πια γρύ· μόνο, για να μην τα χαλά­σουμε άξαφνα, εκεί που τα πηγαίναμε τόσο καλά, έπιασα τα γόνατά τους σαν τον ικέτη· έπειτα πήγα και κάθησα χαμηλά κατά γης, να τους κοιτάζω.
Τους έβλεπα σα συλλογισμένους· δεν περπατούσανε πια τώρα. Είχανε τα μάτια τους γυρισμένα κατά την πόλη και προσμένανε. Άλλο στην Ακρόπολη δεν ακουγότανε παρά σιωπή. Μ’ έπαιρνε ύπνος και κόντεβα να κοιμηθώ. Με ξύ­πνησε άξαφνα η φωνή τους· — «Για να σου πω! Οι ομογε­νείς τι φτιάνουνε κει κάτω;» — Έκαμα τον πεθαμένο και μιλιά δεν έβγαζα από το στόμα μου· — «Μπας και βουβάθηκες, μωρέ, που δε λες τίποτα;» μου κάνει ο Αριστοφά­νης. — «Μπαμπάκα μου, του λέω, οι απογόνοι σας, όταν πολεμούνε, είναι θεριά και δεν είναι άθρωπος στον κόσμο να βγει μ’ αφτούς· όταν πιάσουνε κοντύλι να γράφουνε... τό­τες... τότες... είναι και τότες θεριά.» Χαμογελάσανε οι Αρχαίοι με πολλή καλοσύνη· — «Είσαι ακόμη παιδί και δεν έμαθες να φαίνεσαι μεγαλόκαρδος με τους αθρώπους. Το παραμικρό λάθος δεν το συχωρνάς και κανένα δε σου ξεφέβγει. Ίσως πάλε γνωρίζεις τόσο καλά τα ψεγάδια του Ρωμιού, γιατί τα ’χεις εσύ ο ίδιος· αφού κατατρέχεις τόσο πολύ μερικές του ιδέες, θα πει πως τις είχες πρώτα και συ. Εμείς, είμαστε γέροι· κρίνουμε πιο ήσυχα, πιο σωστά. Με μιας η Ρώμη δεν έγινε Ρώμη, λέγανε κι οι γειτόνοι μας. Κάθε πράμα θέλει καιρό. Μη φοβάσαι· οι δασκάλοι αιώνιοι δεν είναι και θα τελειώσει μια μέρα το κακό. Να τους λες περαστικά, όταν τους ακούς. Τι τάχα; Νομίζεις πως και μεις δεν έχουμε την έννοια σας; Όλα θα τα σιάξει ο καιρός. Εδώ που μας βλέπεις, ερχούμαστε συχνά και κοιτάζουμε κάτω να διούμε αν άξαφνα δε φανεί κανένας που να μοιάζει τους ξένους εκεί­νους, που να μοιάζει και μας. Κάπου κλαίμε που δεν έρχεται κανείς. Ο Εβριπίδης, με τη μελαχολική του ψυχή, παρη­γοριά δεν έχει. Ποιος θα μας μιμηθεί μια μέρα; Ό,τι κά­μαμε στον καιρό μας, ποιος θα το ξανακάμει στο δικό σας; Ποιος θα μιλήσει γλώσσα ζωντανή σαν τη γλώσσα που μι­λούμε σήμερα και μεις οι ίδιοι, για να μη φαίνεται πως κό­πηκε η σειρά και πως δεν υπάρχει πια ελληνική φιλολογία;
Ίσως πάλε φταίμε μεις, που δεν έγινε τίποτα ίσα με τώ­ρα. Ξέρεις τι θα πει, ένας λαός να μας έχει προγόνους; Ξέρεις τι βάρος είμαστε; Για κοίταξε την Ακρόπολη καλά· στέκε­ται ίσια ίσια απάνω από την Αθήνα, σα να είναι έτοιμη να πέσει και να την πλακώσει. Τέτοια τύχη έχουνε κι οι δικοί μας· η αρχαία δόξα όλο πάει να τους πλακώσει. Τα καημένα μας τα παιδιά! Να τα λυπάσαι και να τ’ αγαπάς! Ό,τι μπο­ρούνε το κάνουνε. Όλο γράφουνε μέρα νύχτα. Διες ο Θανά­σης πόσο κοπιάζει! Διες το Μαστρογιάννη πόσο ιδρώνει! Μού­σκεψε ως και το χαρτί όπου γράφει. Είναι φυσικό να μας μιμιούνται και να θαρρούνε πως το κατορθώνουνε, κλέφτοντας τη μια λέξη και την άλλη. Είναι αλήθεια πως δεν κλέφταμε τίποτις εμείς κι έτσι δε μας μιμιούνται σωστά. Τι να γίνει; Κάνουνε τους άντρες, σαν τα παιδάκια που παίζουνε και τους διασκεδάζει το παιχνίδι.
Μάς διασκεδάζει και μας. Όλο να χολοσκάνει κανείς δεν αξίζει! Θα το μάθεις και συ κατόπι, άμα γεράσεις. Βάλε που είμαστε και πεθαμένοι. Δεν έχεις ιδέα τι βαρετό, τι μονό­τονο πράμα που είναι ο θάνατος! Όσο μπορεί κανείς, πρέπει να παίρνει το θάνατο λαφριά. Η καθαρέβουσα έχει τα καλά της· να διεις που κάπου κάπου, όταν τύχει και μας πιάσει σταναχώρια, τη φέρνουμε απάνω στην Ακρόπολη και το γλεντίζουμε μια μορφιά.»
Αλήθεια, μόλις το είπανε κι ήρθε τρεχάτα ίσα με το μέ­ρος όπου καθόντανε οι Αρχαίοι, ένα παιδί ασπροντυμένο· έφερνε μέσα στην ποδιά του ένα σωρό φημερίδες και βιβλία· από πίσω του ερχόντανε όσοι είχανε γράψει τα βιβλία κι όσοι γεμίζανε κάθε μέρα τα δημόσια φύλλα. Βρέθηκα και γω μέσα σ’ αφτούς. Είδα πια τότες μια ομηρική σκηνή. Αμέσως κατεβήκανε από τον Παρθενώνα τους οι Αρχαίοι και κάτσανε όλοι με την αράδα στου Διόνυσου το θέατρο. Μου φανήκανε πιο μεγάλοι, πιο αρχαίοι παρά ποτές· έλεγα πως έβλεπα τους τρομερούς θεούς στον Όλυμπο καθισμένους. Βάζανε τον κα­θένα να διαβάσει όσα είχε γραμμένα ή σε βιβλίο ή σε καμιά φημερίδα. Φαίνεται πως τέτοια συνήθεια είχανε οι Αρχαίοι και πως μια φορά το χρόνο φέρνανε τους ομογενείς στο Διο­νύσιο, που δε βρίσκεται τόσο αψηλά και που δε μοιάζει να είναι τόσο αρχαίο σαν τον Παρθενώνα. Έβγαινε στη μέση ο καθένας με το βιβλίο στο χέρι, κι αρχινούσε να διαβάζει· τι να κάμεις όταν τέτοιοι αθρώποι σε προστάζουνε; Άμα πέ­ρασε το πρώτο του κατεβατό ο πρώτος που έπρεπε να διαβάσει, τους άκουσα και πάτησαν ένα γέλιο, που κόντεψε τόντις η Ακρόπολη να πλακώσει την Αθήνα. Τα χρειάστηκα κι έφυγα μάνι μάνι, να μη με βάλουνε και μένα στη μέση. Είναι ώρες που πολύ πολύ δε μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Νόμιζα πως έβλεπα, στον Όλυμπο απάνω, τους αθάνατους θεούς να ξεκαρδίζουνται από τα γέλια, όσο τους κερνούσε κουτσαί­νοντας ο Ήφαιστος.