Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἑλληνικὸ χρῶμα (ἀποσπάσµατα)
Περικλῆς Γιαννόπουλος (1869-1910): πεζογράφος, μεταφραστὴς καὶ δοκιμιογράφος ἀπὸ τὴν Πάτρα.
Ἀπό: Τὰ Νέα Γράµµατα, Χρόνος Δ, ἀρ. 13, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1938, σσ. 117-124, 132-139, 213-214.
Εἶχε πρωτοδημοσιευθεῖ εἰς τὴν Ἐφημερίδα «Ἑστία» 12 Ἀπρ. 1910
Τὸ κείμενο ἦταν ἀρχικῶς ἀνηρτημένο σὲ μορφὴ pdf στὸ www.ellopos.net· ἐν συνεχείᾳ πληκτρολογήθηκε στὸ πολυτονικὸ σύστημα.
Εἶχε πρωτοδημοσιευθεῖ εἰς τὴν Ἐφημερίδα «Ἑστία» 12 Ἀπρ. 1910
Τὸ κείμενο ἦταν ἀρχικῶς ἀνηρτημένο σὲ μορφὴ pdf στὸ www.ellopos.net· ἐν συνεχείᾳ πληκτρολογήθηκε στὸ πολυτονικὸ σύστημα.
Σταθῆτε εἰς ἕνα μέρος τῶν Ἀθηνῶν ἀνοικτόν. Εἰς τὸ Ζάππειον, εἰς τὰ Πατήσια, ὅπου θέλετε. Ἀναβῆτε εἰς ἕνα λοφίσκον, λόφον εἰς τὸν Ἀρδηττόν, εἰς τὸν Λυκαβηττόν, εἰς τὸν Φιλοπάππον, εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, εἰς οἱονδήποτε σημεῖον θέλετε. Προτιμήσατε νὰ ἀναβῆτε εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, ὑπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, καὶ στρέφοντες δεξιόθεν ὅπου σᾶς ἐχάραξαν καὶ δρόμον νὰ κάμετε ὀλίγα βήματα μέχρις ὅτου σᾶς ἀποκαλυφθοῦν τὰ πάντα πανταχόθεν. Ἐκεῖ εἶναι καλύτερα, διότι ἡ κεφαλὴ τοῦ θεατοῦ εἶναι εἰς στὴν γραμμὴν μὲ ὅλους τοὺς λόφους καὶ τὰ βουνὰ καὶ βλέπει τὰ πάντα, οὔτε πολὺ ὑψηλόθεν, οὔτε πολὺ χαμηλόθεν.
Πηγαίνετε ἐκεῖ, εἴτε ἕνα ξηρὸν ἀνέφελον ροδοξύπνημα ἡμέρας, εἴτε ἕνα πάμφωτον μεσημέρι, εἴτε καλήτερον, τρεῖς ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ὅτε ὅλα διαβάζονται καθαρώτερα καὶ ἁπλούστερα ἀπὸ τοὺς ἀμυήτους ὀφθαλμούς. Μείνατε ἐκεῖ, δυό, τρεῖς, τέσσαρες, πέντε ὥρας. Δὲν θὰ πάθετε τίποτε διὰ μίαν φοράν. Εἶναι τόσον ὡραῖα τόσον ἡδονικὰ νὰ κάθεται κανεὶς εἰς τὸ μητρικὸν χῶμα καὶ νὰ θωπεύει τὰ χόρτα καὶ τὰ ὡραῖα πετράδια, μὲ τὰ ὁποῖα τόσον γρήγορα γίνεται ἕνα. Καθίσατε χωρὶς καμμίαν σκέψιν, χωρὶς κανένα σκοπόν· ἀφήσατε τὴν ψυχήν σας ἐλευθέραν νὰ τέρπεται ἀπὸ τὰ ὁρώμενα ἀθύρματα καὶ τὸν ἐγκέφαλόν σας νὰ φωτογραφίζει εἰς τὸν σκοτεινόν του θάλαμον λόφους, βουνά, ἀκτάς, νερά, καπνούς, χρώματα, ὅ,τι φαίνεται.
Τί βλέπετε;
Ἕναν ὁλόκληρον κόσμον.
Καὶ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὸ κάθε τί λεπτὸν ξηρὸν καὶ τὸ κάθε τί χρωματιστόν. Ἀκολουθήσατε μὲ τὰ μάτια σας τὰ θωπεύοντα δάκτυλά σας τὸ χῶμα. Χῶμα ξηρόν, ἐλαφρόν, τριμμένον, κοῦφον, τρίμματα πετραδιῶν πολυχρώμων, συχνὰ καὶ τρίμματα ἀγγείων τοῦ τριμμένου κόσμου. Προσέξατε περισσότερον· μία βλάστησις μόλις διακρινομένη, μόλις προβάλλουσα εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μικροσκοπικωτάτη, λεπτοφυεστάτη, πολύχρωμος, μόλις ἐννοουμένη ἂν εἶναι ξηρὰ ἢ χλωρά. Παρατηρήσατε τὰ ὁρατότερα, τὰ πλησίον σας πετράδια, χορτάρια. Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ὡραῖα, διαγραφόμενον διαυγέστατα, προβάλλον τὴν φυσιογνωμίαν του σὰν ἄτομον, σὰν ἄνθρωπος. Τὸ κάθε χορτάρι ἀπὸ τὴν ρίζαν του ἕως τὸν χνοῦν του, ἕως τὴν τελευταίαν του ἀκτῖνα, τὰ πάντα ὁρατότατα εἰς τὸν ὀφθαλμόν. Κάθε λιθάρι, χορτάρι, ἀνθύλλιον, φυτόν, θάμνος, διαγράφεται τόσον καθαρά, διακρίνεται τόσον πολύ, τόσον πολὺ διαφέρει, μὲ τόσην ἔντασιν ἐπιδεικνύει τὴν ὕπαρξίν του, τὴν ἀτομικότητά του, ὥστε κάθε πετράδι, χορτάρι, εἶναι σὰν κάθε κύριον Α., σὰν κάθε κύριον Β. Παρατηρήσατε τὰ πλησίον σας ἄνθη τῶν ἀσφοδελῶν· ἕνα ἕνα σᾶς κυττάζει σὰν πρόσωπον· διακρίνετε τὰς ἐλαχίστας ραβδώσεις τῶν πετάλων του· εἰς ἕνα μακρύτερον δύνασθε νὰ μετρήσετε ὅλους τοὺς σφαιροειδεῖς του σπόρους. Ἐκτείνατε τὸ βλέμμα σας ἐπὶ τῶν ἀνθισμένων ἀσφοδελῶν ποὺ στολίζουν ὅλα τὰ ἐνώπιόν σας καταιβάσματα τῶν λόφων, μὲ τὰ ροδαλά των δονούμενα φῶτα τὰ ἐκπνέοντα ἁβρὰν ἡδυπάθειαν. Ὅσον καὶ ἂν ἐκτείνετε τὸ βλέμμα σας, διακρίνετε παντοῦ, ἕναν ἕναν ἀσφοδελόν, παντοῦ ἔχετε τὴν αἴσθησιν τοῦ μεταξύ των διαστήματος, ἀέρος, φωτός. Παρατηρήσατε, παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν εἰς κάθε ὀγκώδη λίθον, εἰς κάθε δάγκωμα, εἰς κάθε ἐξόγκωμα τῆς γῆς, εἰς κάθε βραχώδη προβολὴν ὑδροχρωματισμένην κυανόφαια· διακρίνετε ὅλα τὰ λεπτουργήματα, τὰς φλέβας, τὰ νερά, τὰς ἀποχρώσεις· εἰς κάθε λόφον ὅλα του τὰ κοψίματα, τὰ σκαλίσματα, εἰς κάθε λόφον μακρυνόν, ὅλα τὰ ἀραβουργήματα τῆς φύσεως ποὺ κάμνει παίζουσα μὲ τὴν ὕλην, ὅπως ἐὰν κρατῆτε εἰς τὰ χέρια σας θήκην ἀπὸ σκαλισμένον ξύλον σαντάλ. Μία γίδα εἶναι ἐπάνω εἰς τοὺς μακρυνους λόφους τῶν σφαγείων ἢ ἐπάνω εἰς τὸν Φιλόπαππον· τὴν βλέπετε ὅπως τὴν γίδα τοῦ λεπτουργήματος ποὺ κρατεῖτε εἰς τὰ χέρια σας. Εἰς τὰ ἀπώτατα βουνὰ διακρίνετε ὅλην των τὴν κατασκευὴν καὶ τὰ κρημνοτσακίσματα, τὰς γραμμὰς ὅλας τοῦ σώματός των, ἀντιλαμβάνεσθε, αἰσθάνεσθε τὸν χαρακτῆρα των, τὴν ἔκφρασίν των ἐντελῶς. Παρατηρήσατε εἰς τὸν ἐλαιῶνα, τὸν ὁποῖον ἡ θέσις σας παρουσιάζει ὡς ἕνα μεγάλο πύκνωμα· ὅπου ὑπάρχει ὀλίγη ἀραιότης, διακρίνετε τὰς ἐλαίας μίαν, μίαν. Τὰ ἀραιὰ δένδρα μάλιστα τῆς Ἀττικῆς εἶναι φυσιογνωμίαι ἐπιφανεῖς. Παρατηρήσατε τὰ τρία-τέσσαρα κυπαρίσσια πλησίον τοῦ ἐξωκκλησίου. Κάθε δένδρον ὑψώνεται, ἐπιβάλλεται, διακρίνεται, σὰν ὑπουργός, σὰν πρεσβευτής, σὰν κύριος ἐν τέλει, σὰν συναντώμενος πρωθυπουργὸς ἢ Βασιλεὺς εἰς ἐξοχικὸν δρόμον. Εἰς τὰ πλάγια τοῦ Αἰγαλεω, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Ὑμηττοῦ, ὅπου εἶναι δένδρα ἀραιά, ξεχωρίζουν ἕνα ἕνα· εἰς τὴν Πεντέλην, ἡ γραμμὴ τοῦ παλατιοῦ τῆς Δουκίσσης φαίνεται καθαρώτατα· εἰς τὴν πρὸς τὴν Πεντέλην κορυφογραμμὴν τοῦ Ὑμηττοῦ, δυὸ τρία ὑπάρχοντα ψωραλέα δένδρα κυρτοστραβωμένα διακρίνονται περίφημα· εἰς τοὺς λόφους τῶν σφαγείων, εἰς τὸν Λυκαβηττόν, εἰς τοὺς ἀπωτάτους λόφους τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τῶν Πατησίων, ἄνθρωπος ἢ κάθε ἄλλο ζῷον εἰς τὴν κορυφήν των διακρίνεται θαυμάσια. Στραφῆτε πρὸς τὸν Πειραιᾶ· ὅλαι αἱ καπνοδόχαι διαγράφονται μία μία· ὁ κάθε καπνὸς χωριστὰ καὶ κάθε καπνὸς γινόμενος ἀσημένιος, ἀεροπορεῖ χωριστὰ εἰς τὸ χρυσοῦν φῶς· ὅσαι καπνοδόχαι, τόσοι καπνοὶ διακρίνονται ἄνωθεν τοῦ Πειραιῶς. Εἰς τὸν δρόμον τοῦ Πειραιῶς καθ᾿ ὅλον τὸν χειμῶνα, διακρίνετε ἀπὸ τὴν θέσιν αὐτήν, τὸν σκελετὸν κάθε μιᾶς λεύκης ὁλόκληρον, σὰν νὰ εἶναι πλησίον σας ἕνα δένδρον τριχοειδές. Εἰς τὴν θάλασσαν ἕνα πλοῖον περιπατεῖ· τὸ στῆθος του, τὰ ἐξαρτήματά του φαίνονται ὅλα καθαρά, ὅταν φωτίζεται καταλλήλως.
Ἠρώτησα παιδιά, ἄνδρας, γυναῖκας, γέρους, κάθε εἶδος Ἀνθρώπων ἰδικῶν μας καὶ ξένων: Βλέπεις αὐτὸ τὸ σαρίδι, τὸ λιθάρι, τὸ κλωνάρι, τὸ κέρατον τῆς γίδας, τὸ ὑπογένειον τοῦ τράγου εἰς τὸν ἀπώτατον λοφίσκον; Ὅλοι μοῦ εἶπον: τὸ βλέπω.
Τώρα, στρέψατε τὰ νῶτα πρὸς τὸν δύοντα ἥλιον καὶ παρατηρήσατε τὴν κατάφωτον Ἀκρόπολιν. Παρατηρήσατε τὸν ἀναβαίνοντα λόφον μὲ τὰ πεῦκα του, τὰς ἐλαίας, τοὺς ἀθανάτους, τὰς παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε τὴν φεύγουσαν καμπυλωτὴν πλευρὰν τῶν ροδοπετάλων βράχων ἀπὸ τὴν θύραν της πρὸς τὸ θέατρον τοῦ Ἡρώδου καὶ πέραν· τὰ πάντα φέγγουν σὰν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τὰ Προπύλαια, τὸν φαινόμενον Παρθενῶνα—ἕνα καλλιτεχνικὸν ἔργον, ἄνθος φυσικὸν θαυμάσιον, ἐναρμονιζόμενον καὶ ἐκφράζον αὐτὴν—τὰ πάντα φέγγουν, λάμπουν. Καὶ δὲν φαίνονται ὅσον ἐφαίνοντο, διότι ὁ καιρὸς ἐρροκάνισεν, ἡ βροχὴ ἐξέπλυνε τὰ χρώματα, τὸ πλήγωμα ἐχόνδρυνεν, ἐνίσχυσε τὰς γραμμάς. Φαντασθῆτε ὅτι εἶσθε εἰς τὰ Προπύλαια· φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε ἐνώπιόν σας, οἱονδήποτε τωρινὸν οἰκοδόμημα. Ὅλαι αἱ ἀρχιτεκτονικαὶ καὶ γλυπτικαὶ λεπτομέρειαι, αἱ περίοδοι, αἱ φράσεις, αἱ λέξεις, αἱ τελεῖαι, τὰ κόμματα, οἱ τόνοι, τὰ πνεύματα, τὰ πάντα διαβάζονται ἀνέτως, ὅπως τὰ γράμματα κρατουμένης ἐφημερίδος εἰς τὰ χέρια σας. Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: Σαφήνεια.
Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμος αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. Εἰς οἱονδήποτε ὕψωμα καὶ ἂν ἀναβῆτε, βλέπετε ἕνα κόσμον ὁλόκληρον. Ἔχετε διὰ τῆς ὁράσεως τὴν αἴσθησιν παντὸς ὅ,τι σᾶς περιβάλλει.
Ὅλα ἀπὸ τῶν μεγάλων μέχρι τῶν μικροσκοπικῶν: Φαίνονται. Τὸ κάθε τι ὅσον μικρὸν καὶ ἂν εἶναι, θέλει νὰ φαίνεται, σὰν Ἕλλην πηγαίνων περίπατον. Καὶ τόσον ὅλα θέλουν νὰ φαίνωνται, καὶ φαίνονται τόσον, ὥστε μετὰ τὴν δύσιν ἕνα λεπτὸν δένδρον ἱστάμενον ἔσωθεν τοῦ σκιεροῦ ἀνατολικοῦ τείχους τῆς Ἀκροπόλεως καὶ γραφόμενον τριχοειδῶς εἰς τὸν ὅπισθέν του φωτεινότερον ἀέρα λέγει... εἰς τὸν περιπατητὴν τῆς Ζαππείου πλατείας μέχρι τῆς ὀγδόης ἑσπερινῆς ὥρας: Φαίνομαι καὶ ἐγώ.
Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τεχναι ὅλαι. Εἰς τὴν φυσικὴν αὐτὴν βάσιν στηριζόμενος ὁ νοῦς θὰ δημιουργήση τὸ εἶδος τῆς γραφῆς τῆς Γραμμῆς, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς Τέχνας δι᾿ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀντικείμενα τῆς ζωῆς. Καὶ ἡ γραμμὴ αὐτὴ κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην θὰ εἶναι διαυγεστάτη.
Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρώτιστον χαρακτηριστικόν της ἑλληνικῆς γραμμῆς. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὴν τεχνικὴν γραμμὴν ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς: Ὁ μόνος ρυθμιστὴς τῶν Τεχνῶν εἶναι τὸ πῶς φαίνεται. Λοιπὸν ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα. Ἄρα ὅλαι αἱ γραμμαί, ἄρα καὶ αἱ λεπτόταται. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς παντοῦ καὶ πανταχόθεν ἡδονικῆς γραμμῆς. Φαίνεται: ἄρα δυνατὸν νὰ λεπτυνθῆ ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λεπτότητος. Φαίνεται ἄρα θὰ κτυπᾷ ἄσχημα κάθε ὑπερβολικὴ ἐξόγκωσις, κάθε φόρτωμα. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλλείψεως τοῦ πλήθους, τοῦ ὄγκου, τοῦ βάρους. Φαίνεται ζωηρότατα τὸ κάθε τι. Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν διὰ τῶν ἐλαφροτάτων κυμάνσεων τῆς γραμμῆς, ἡ περιγραφὴ καὶ ἔκφρασις ψυχικῶν καταστάσεων καὶ παθῶν. Φαίνεται: ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐντελοῦς εὐγενείας δι᾿ ἐλαχίστων αἰθερίων γραμμῶν.
Τώρα πῶς γράφονται; πῶς γράφουν τὴν φύσιν των; πῶς ἐκφράζουν τὴν φυσιογνωμίαν των; τί γράφουν; τί ἐκφράζουν καὶ τί λέγουν καὶ τί τραγουδοῦν ὅλαι αἱ ὗλαι τῶν χωμάτων, βραχωμάτων, ἀναιβοκαταιβασμάτων, τῶν λόφων, τῶν ὀρέων ὅλων, μέχρι τῶν ὑπερπελαγίων, μέχρι τῶν οὐρανοθιγῶν ὀρογραμμῶν ποὺ περιλαμβάνει ὁ ὀφθαλμός, ἐξαιρουμένου τοῦ καμηλογράμμου Λυκαβηττοῦ, ποὺ αἴρεται ἐνίοτε σὰν Ἀραράτ, ποὺ εἶναι ξένος γεωλογικῶς καὶ διατηρεῖ τὴν ξένην του φυσιογνωμίαν, ὅπως ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς ναούς μας;
Τί εἶναι, πῶς εἶναι, τί φωνάζει ὅλη αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ὕλη; Πουθενὰ μαυρίλα, πουθενὰ θηριωδία, πουθενὰ πάλη, πουθενὰ μῖσος, πουθενὰ κτηνωδία, πουθενὰ ὀξύτης, πουθενὰ χολή, πουθενὰ ἀπαισιοδοξία, πουθενὰ τεραστιότης, πουθενὰ ὄγκος, πουθενὰ κόμπος, πουθενὰ βάρος, πουθενὰ πλῆθος, πουθενὰ ἀνάμιξις, πουθενὰ σύγχυσις, πουθενὰ θεομανία, πουθενὰ βαρυσοφία, πουθενὰ ἀπελπισία, πουθενὰ βαρυθυμία, πουθενὰ καρηβαρία, πουθενὰ συλλογισμός.
Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ εὐγραμμία, εὐστροφία Ὀδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριοῦ· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνεία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. Καὶ παντοῦ πέρασμα ἀέρος φέρον ὀλοφυρμοὺς Ἀφροδίτης καὶ μαζὺ δυνατὸν Σατυρικὸν ὀξύ.
Ὅλοι οἱ βράχοι, οἱ λόφοι, τὰ βουνά, κάθονται ἕνα ἕνα, σὰν ὡραῖαι γυναῖκες τοῦ λαοῦ σεμνὰ ρεμβάζουσαι, σὰν μητέρες κρατοῦσαι εἰς τὴν ἀγκαλιά των ὡραῖα παιδιά, σὰν Βυζαντιναὶ Παναγίαι γέρνουσαι ὀλίγον τὸ κεφάλι των μὲ σοβαρὰν ἀγάπην· οἱ μικροὶ κάθονται εἰς τὰ πόδια τῶν μεγάλων σὰν νέαι πλαγιάζουσαι τὸ κεφάλι των εἰς τὰ γόνατα τοῦ ἐραστοῦ των καὶ θωπευόμεναι καὶ ρεμβάζουσαι.
Εἴτε Ὑμηττός, εἴτε Ἀρδηττός, εἴτε Αἰγάλεων, εἴτε Πάρνης καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ σὰν νευρώδης ἀλκιμότης ἀρκαδικοῦ ἐφήβου Πεντελικόν, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν χιονοφόρον ῥοδαυγάζουσαν κορυφήν του ἀνατεινομένην πρὸς τὸν ῥόδινον θόλον, ὅλα ὡραῖα στολισμένα λέγουν ἁπλῶς σὰν ἀγάλματα, σὰν ἐπιτύμβιοι μορφαί: εἴμεθα ὡραῖα. Μὲ τελείαν ἔλλειψιν ἀνυψώσεων καὶ ἐπικλίσεων καὶ πηδήσεων πρὸς τὰ οὐράνια καταβλέπουν προσηλωμένα λατρεύοντα τὴν γῆν, ὡς καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ Πεντελικὸν ὂν σὰν Ἄρτεμις κατερχομένη ὄρους, καταβλέπουν, ὅπως οἱ παλαιοὶ ναοὶ μὲ τὰς ἐναερίους πτέρυγας ἐπικλινεῖς, ὅπως τὰ ἀγάλματα, ὅπως οἱ Βυζαντινοὶ Θόλοι, ὅπως οἱ ἕλληνες ἅγιοι οἱ στολισμένοι, εὐχαριστημένοι, λαμπροί, ἱλαροί, σὰν βλέποντες ἐμπρός των ὡραῖα στρωμένον τραπέζι καὶ ὀσφραινόμενοι ὀβελίαν.
Εἶναι φανερά, μιὰ μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἀπανωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.
Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγοῦδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.
Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μιὰ ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη, ὑγρὰ καὶ φευγαλέα σὰν τὰς μεγάλας καὶ ἠρέμους ἀναπνοὰς τῆς θαλάσσης, σὰν τὰ μεγάλα ἥμερα κύματα, παράγουσα μίαν βαθυτάτην αἰσθητικὴν ἡδονήν. Ἡ εὐθεῖα γραμμή, μία ὀρθὴ γραμμὴ ἑνὸς μονοκοκκάλου ἄγγλου, μιᾶς λογχοειδοῦς ἀγγλίδος, εἶναι γραμμὴ προξενοῦσα δύναμιν, γεννῶσα ἀντίστασιν, εἶναι γραμμὴ ἀποκρουστική. Μιὰ καμπύλη γραμμὴ λόφου, μαλακὰ καμπυλωμένος λαιμὸς γυναικός, εἶναι γραμμὴ γεννῶσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας, ἕλκουσα τὸ φίλημα, εἴτε γυναικὸς εἴτε λόφου γραμμὴ εἶναι ἡ ἕλκουσα προφανῶς τὸ χέρι διὰ τὴν ἁπαλὴν θωπείαν, ζητητικὴ θωπείας. Καὶ εἶναι παραδοξότατον ὅτι θαυμάζεται τόσον ἡ ἰδέα τῶν καμπύλων τοῦ Παρθενῶνος, διότι εἶναι φανερὸν ὅτι ἀληθὴς καλλιτέχνης ἔχων νὰ ὑψώσῃ γραμμὰς εἰς ἕνα λόφον τῆς Ἀττικῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λάβῃ οὐδὲν ἄλλο ὑπ᾿ ὄψιν παρὰ ν᾿ ἁρμόνισῃ τὰς γραμμάς του πρὸς τὴν τριγύρω ἁρμονικὴν καμπύλην.
Μία λοιπὸν γραμμὴ καμπύλη, σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Καὶ εἶναι ἡ γραμμὴ τῆς ὁποίας βλέπομεν τὸ ὁμοίωμα εἰς ὅλα τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα καὶ καλλιτεχνήματα, εἰς τὰς Βυζαντινὰς Παναγίας καὶ τοὺς ἁγίους, εἰς τὰ δημοτικὰ τραγούδια, εἰς τὸ παλληκάρι καὶ τὸν σημερινὸν νέον χωρικόν, νέαν χωρικήν, τῶν ὁποίων ὅλων τὸ σῶμα εἶναι ἁπαλόγραμμον, ἁπαλαὶ ὅλαι αἱ κινήσεις καὶ ἐκφράσεις, καὶ τὸ πρόσωπον περιβάλλει τὸ αὐτὸ μέθυ ὡραίας μελαγχολίας, ἐκφράζον τὸ παράδοξον αὐτὸ μίγμα ποὺ εἴμεθα, ἐλαφρᾶς ἑορτῆς καὶ σεμνῆς τινος καὶ μελαγχόλου μετὰ περισκέψεως ἐνατενίσεως.
Μιὰ μόνη γραμμὴ καμπύλη, περιφερικὴ καὶ μουσικωτάτη. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων παραλειπομένων ἐδῶ χαρακτηριστικῶν, ἡ δυνατωτέρα ἐντύπωσις εἶναι ἡ μουσική. Εἶναι ἡ αὐτὴ ἐντύπωσις ὅπως ἀπὸ τῶν ὡραιοστολισμένων καὶ ἀραιοπιασμένων σωμάτων τοῦ κυκλοειδοῦς χοροῦ μας νέων, ἀρρένων καὶ θηλέων, σωμάτων ρυθμικὰ κυμαινομένων καὶ ᾀδόντων τοὺς πόθους καὶ τὰς λύπας τοῦ γενετήσιου εἰδυλλίου. Βλέπων κανείς, νομίζει ὅτι ἀκούει πάντοτε, ἀπὸ τὸν κύκλον τῶν γηίνων γραμμῶν, τὸ συναδελφωμα καὶ τὸ συμφίλημα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης τοῦ ᾄσματος, τὸν ὁποῖον ἀφίνει ὡραῖος χορὸς καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπὸ τῆς ὁράσεως προξενουμένη εἰς τὴν ἀκοὴν μουσική, σὰν παραφόρου Ἀφροδίτης μακρυνὸν κλάψιμον διὰ πληγωμένον Ἄδωνιν, τὸν ὁποῖον παράγει τὸ κορύφωμα τῆς ὡραιοτάτης ποιητικῆς συγκινήσεως εἰς τὸ Ἑλληνικὸν χῶμα.
(...)
Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὰ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν ἐξέλεξα ὡς σημεῖον παρατηρήσεως τὸν κάτωθεν τῆς Ἀκροπόλεως ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου καὶ τὴν δεξιόθεν αὐτοῦ χαραχθεῖσαν μόλις ὁδὸν τὴν ἀνιοῦσαν πρὸς τὴν Πνύκα, διὰ τὸ κοντινώτατον καὶ πανοραματικώτατον, οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν ἐπὶ τῶν γραμμῶν αὐτῶν τῶν Ζωγράφων, Γλυπτῶν, Ἀρχιτεκτόνων καὶ Μουσικῶν, ὅλων τῶν Καλλιτεχνῶν, καὶ κάθε φιλοτεχνοῦντος, καλλιτεχνοῦντος ἀνθρώπου.
Ἀνέλθετε λοιπὸν πάλιν ἐκεῖ διὰ νὰ ξεμουδιάσετε καὶ τὰ μέλη σας. Ἀφεθῆτε πάλιν εἰς τὴν θέαν τῆς Φύσεως, ζητοῦντες τώρα νὰ αἰσθανθῆτε καὶ νὰ ἐννοήσητε τὸ Φυσικὸν Χρῶμα. Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. Παρατηρήσατε τὸ Φαληρικὸν πεδίον. Βλεπόμενον ὑψηλόθεν δίδει τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ πάχος περισσότερον ὀλίγων δακτύλων. Κάμνει τὴν ἐντύπωσιν λεπτοφυοῦς ἁπλωμένου ὑφάσματος· ὁ φυτικός του κόσμος εἶναι μόλις μιὰ ἰδέα· εἶναι σὰν χνοῦς γυναικείου μύστακος. Διὰ νὰ ἰδῆτε ζωηρότατα τὴν λεπτότητα αὐτήν, ὅταν εὑρεθῆτε εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον παρατηρήσατε τὸ σὰν βαρὺ ὄνειρον κακοστομαχισμένου Καραθανασοπούλειον Ἀκταῖον, τὸ θεόκλειστον σὰν βαρυποίνων καταδίκων φρούριον. Νομίζει κανείς, ὅτι θὰ τὸ βουλιάξῃ τὸ Φάληρον· ἀπορεῖ αἰσθητικῶς πῶς εἶναι δυνατὸν τόσον λεπτὴ βάσις, τόσον λεπτὴ Γῆ, νὰ βασταζῃ τόσον ὄγκον, τόσον βάρος. Παρατηρήσατε τὰ ... Βουνὰ ἐλαφρότατα, ἐλαστικώτατα, συστέλλονται, διαστέλλονται, ὑψώνονται, χαμηλώνουν, μεγαλώνουν, μικραίνουν, κινοῦνται, περιπατοῦν, πηγαινοέρχονται. Τὰ Βουνὰ τῆς Αἰγίνης ἔρχονται ἐνίοτε εἰς τὸ Φάληρον. Ὁ Ὑμηττὸς τὸ πρωὶ φεύγει μακράν· συνήθως φαίνεται ἀπέχων δυὸ βήματα· περὶ τὰ βασιλεύματα καταφθάνει εἰς τὸ Ζάππειον· τὸ χέρι μας ἀσυναισθήτως σηκώνεται νὰ τοῦ θωπεύσῃ τὴν πλάτην. Ὅλη ἡ γύρωθέν μας Φύσις, ἡ γήινη ὕλη, χρωμάτων, πετρῶν, λόφων, βουνῶν, εἶναι τόσον λεπτόγραμμος καὶ λεπτόχρους σὰν ἐὰν Ἀριστοτέχνης Ζωγράφος ἐξῆγεν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν τελειότατον τοπίον τὸ οὐσιῶδες του γραμμικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος καὶ συνέθετεν ἕνα μουσικόγραμμον καὶ ἡδονόχρουν ἀερογράφημα. Εἶναι μία εἰκὼν Ἰδανικὴ σὰν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθῆ· ἕνα ἴνδαλμα σὰν τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἰνδάλματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἐνθουσιῶν νοῦς τῶν Ποιητῶν καὶ τὰ πετᾷ ἀπέναντί των καὶ τὰ βλέπουν, τὰ ζωγραφίζουν, τοὺς ὁμιλοῦν καὶ τὰ ὑμνοῦν.Ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι καὶ τὰ βλέπουν.
Ἕνα τοιοῦτον φάντασμα εἶναι πυκνούμενον, ἀραιούμενον, φαινόμενον ζωηρὰ ἢ ἀμυδρά, κινούμενον, πλησιάζον, μακρυνόμενον, χιλιοτρόπως μορφοποιούμενον, ἑκατομμυριοτρόπως χρωματιζόμενον, ἐξαερούμενον, αἰσθητικῶς ἕτοιμον κάθε λεπτὸν νὰ χαθῇ. Ὁ θεατής, ὅσον συνειθισμένος καὶ ἂν εἶναι, δὲν χορταίνει ποτέ του, θέλει νὰ βλέπῃ ἀδιακόπως, καὶ βλέπων νομίζει κάθε στιγμήν, φοβεῖται διαρκῶς, τρέμει κάθε φορὰν καὶ ὅλην τὴν ὥραν, ὅτι ἡ ὀπτασία θὰ φύγῃ, θὰ χαθῇ σὰν Φαντασίας πλάσμα ἄϋλον: Εἶναι Γῆ αἰσθητικῶς Ἄϋλος. Πετρώματα, βραχώματα, λοφώματα, Βράχοι, Λόφοι, Βουνά—φαντασθῆτε τί χώματα, τί λίθοι, τί βάρη, τί ἑκατομμύρια τόννοι ὕλης εἶναι ἕνας λόφος Φιλοπάππου, ἕνας Λυκαβηττός—εἶναι σὰν μάγουλα παιδιοῦ φουσκωμένα αὐλοῦντα, σὰν παιγνιώδεις πολύχροαι φοῦσκαι ἱστάμεναι εἰς τὸν ἀέρα. Ὅλα τὰ χώματα, ἀπὸ τῶν χαμηλοτάτων ὑγρῶν ἄμμων τῶν ἀκτῶν ἕως τῶν ὑψηλοτάτων ξηρῶν βράχων Ὑμηττοῦ καὶ Πεντελικοῦ καὶ Πάρνηθος, εἶναι ἐλαφρὰ σὰν Σύννεφα. Παρατηρήσετε τὸν Ὑμηττόν: εἶναι πλησίον ὁλόκληρος· ὁλόκληρος ἐμπρός μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια μας, ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος μας, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μας· καὶ ὅμως αἰσθητικῶς δὲν μᾶς κάμνει τὴν ἐντύπωσιν ΒΟΥΝΟΥ. Κάθε ἄλλο· τὸ θέλει κανείς· τὸ ζητεῖ· εἶναι τὸ γλυκὸ βουνὸ τοῦ κλέφτου· τὸ ἀγαπᾷ· τὸ ἀποχωρίζεται μὲ λύπην, εἶναι τὸ κλέφτικον : ἔχετε γειὰ γλυκὰ βουνά.
Ὤ! δὲν μᾶς βαρύνει οὔτε τόσον ὅσον ἡ παραμικροτέρα μας στενοχωρία, ἡ ὁποία μᾶς πλακώνει ἀμέσως τὸ στῆθος· τοὐναντίον μάλιστα μᾶς τὴν πέρνει ἀμέσως· δὲν μᾶς ἐμποδίζει διόλου εἰς τίποτε, κατὰ τίποτε δὲν παράγει τὴν ὑλικὴν αἴσθησιν ἐμποδίου, διὰ νὰ κινήσῃ τὴν περιέργειαν νὰ ἰδῆ κανεὶς τί εἶναι ὄπισθέν του· δὲν ἐπιθυμεῖ κανεὶς ποτὲ νὰ ἀπεσύρετο διὰ μίαν στιγμήν. Εἶναι σὰν ἕνα ὕφασμα ἀραχνοϋφέστατον, σὰν τὰ Βυζαντινά μας ὑφάσματα τῶν Πατρῶν, ποὺ ἕνα ὁλόκληρον γυναικεῖον φόρεμα ἐχωροῦσεν εἰς ἕνα καρύδι· κάτι ὀλιγώτερον ἀπὸ ἕνα ὕφασμα· δὲν παράγει τὴν αἴσθησιν οὔτε τοῦ φανταστικωτέρου μεταξίνου πεπλώματος· δὲν ἔχει οὔτε τὴν ὑλικὴν σύστασιν νέφους· δὲν παράγει οὔτε νέφους τὴν αἰσθητικὴν ἀντίστασιν. Ἡ ὀπτικὴ ἀκτὶς δὲν κτυπᾷ πουθενά, εἰσδύει εἰς τὸ σῶμα του ἡδονικὰ καὶ μένει. Γίνεται αἰσθητός, φαίνεται σὰν ἀὴρ ὀλίγον ὑλικώτερος τοῦ οὐρανίου ἀέρος· ἴσως μόλις ὀλίγον πυκνότερος· τὸ σῶμα του καὶ ἡ γραμμή του κόπτουν μόνον τὴν μονοτονίαν τοῦ οὐρανίου ἀέρος καὶ τοῦ οὐρανίου χρώματος, δι᾿ ἄλλου ἀέρος καὶ χρώματος ἄλλου. Εἶναι καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν εἶναι. Εἶναι μόνον Ἡδονικὸν Φῶς.—Ἀφήσετε, ἀφήσετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀηδίας, τὰ λωβιασμένα, τὰ σάπια αἰσθήματα ποὺ σᾶς κάμνουν νὰ κλείετε σφικτὰ τὰ μάτια σας μόλις σᾶς εἰπῇ ὁ πλαγινός σας νὰ κυττάξετε τίποτε, μόνον καὶ μόνον διότι σᾶς τὸ εἶπεν ἄλλος· οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὸν Ὑμηττόν, οὔτε ὁ ἄλλος ἔκαμε τὰ μάτια του, καὶ αὐτὰ θὰ λυώσουν αὔριον καὶ οὔτε σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι ἔτυχεν ὁ ἕνας μας νὰ ἰδῇ ἢ νὰ εἰπῇ ὅ,τι δὲν εἶδεν ἢ ὅ,τι δὲν εἶπεν ὁ ἄλλος, βάλετε ὀλίγον θειάφι εἰς αὐτοὺς τοὺς ψωροπροφήτας, ποὺ δεικνύουν μόνον σᾶς λυπηρότατα κωμικούς, σὰν ψωριασμένα κοτοπούλια σὲ βρεμμένον σούρπωμα φθινοπωρινοῦ κοτερικοῦ. Καὶ πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε νὰ τὸν ἰδῆτε περὶ τὰ βασιλεύματα ὅταν τοῦ παίζουν Μουσικὴν ἀπὸ τὸ Ζάππειον. Εἶναι αἰσθητικῶς ἁπαλότερος ἡδονικώτερος τῆς Μουσικῆς.
Αὐτὸς καὶ ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκος Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος. Ὑψώματα, βραχώματα, κολπώματα, λοφώματα, βουνώματα, βουνά, φωτανθισμένα ὅλα, ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν ὡραιότατα καὶ ὅλαι των αἱ Γραμμαὶ μὲ Ἀφροδίσεια νῶτα καὶ ὤμους καὶ λαιμοὺς σὰν Νύμφαι ἐαροντυμέναι φθάνουν, θίγουν τὸν οὐρανόν, ἀποτελοῦσαι τὸν ἡδονικώτατον Χορόν, ἀνατείνουν τὸν Χροϊκὸν Στέφανον τῶν κεφαλῶν των—ἕνα ἀγλαώτατον, ἱλαρώτατον, ἐαρινώτατον, μυριώτατον, μυριοπέταλον ἀνθόχρωμα, ἕνα θυμαρόεν, θυμιατόεν πνεῦμα—προ τῶν ποδῶν τοῦ Ὑπερτάτου ΝΑΟΥ τῆς Οἰκουμένης, ὅστις μὲ τὰ λαμπρόφωτα, φλογόχρυσα φορέματά του, λέγει εὐγνωμόνως τὸ Χαῖρε εἰς τὸν ἀποσυρόμενον Βασιλέα τοῦ Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιῶν καὶ Οὐρανῶν: ΗΛΙΟΝ. Ἀποκαλυφθῆτε καὶ σταθῆτε μίαν στιγμὴν μὲ ὅλα σας τὰ αἰσθητήρια εἰς προσοχὴν καὶ παρατηρήσετε τὰ θεῖα Φαινόμενα, ὅταν ὅλα Σεραφειμικώτατα μελῳδοῦν τὸ ΧΑΙΡΕ. Εἶναι ὅλα ρυθμικώτερα τῶν ρυθμῶν τῆς Μουσικῆς, ἐλαφρότερα τῶν ἤχων— ἀϋλότερα, ἡδονικώτερα, μελῳδικώτερα τῶν ἡδονικωτέρων καὶ μελῳδικωτέρων ἤχων.
Η ΑΫΛΟΤΗΣ αὐτὴ τῆς ἐπιφανείας τῆς κοσμικῆς Ὕλης, τοῦ Φυσικοῦ χρώματος, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης Ἰδέα, ἡ θεμελιώδης Βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος ΑΝΑΓΚΗ, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν ὅλαι αἱ ΧΡΩΜΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. Εἰς τὴν Φυσικὴν αὐτὴν Βάσιν, στηριζόμενος ὁ Νοῦς θὰ δημιουργήσει τὸ εἶδος τοῦ τεχνητοῦ χρώματος, τὸ εἶδος τῆς χροϊκῆς ἐπιφανείας, τὸ εἶδος τῆς χρωματογραφίας, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς διακοσμητικὰς τέχνας ἀπὸ τῆς τοιχογραφίας καὶ ἐπιπλογραφίας, μέχρις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀντικειμένων τῆς Ζωῆς.
Καὶ ἡ Ἀϋλότης αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον χαρακτηριστικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὸ τεχνικὸν χρῶμα ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα ἀϋλότατα: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λειοτάτης ζωγραφικῆς ἐπιφανείας. Τὸ φυσικὸν Χρῶμα φαίνεται ἀϋλότατον: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ ἀραιοτάτου, αἰθεριωτάτου, ἀϋλοτάτου ζωγραφικοῦ χρώματος. Καὶ ἐδῶ ἀραιότης, ξηρότης, ἀνυπαρξία ἀέρος, δηλαδὴ διαυγεστάτη γραφὴ τοῦ Χρώματος, δηλαδή: Σαφήνεια. Καὶ ἐδῶ τὸ Πᾶν Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ὑψίστης φωτεινῆς χροϊκῆς κλίμακος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ φωτεινοτάτου Χρώματος. Φ ῶ ς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἑνότητος τοῦ Χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῶν ὀλίγων χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τοῦ σχεδὸν ἑνὸς χρώματος. Φῶς: Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ φωτὸς καὶ σκιᾶς. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατόν της ἐλαφροτάτης διαφορᾶς μεταξὺ δυὸ χρωμάτων. Φῶς: Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐντελοῦς Εὐγενείας δι᾿ ὀλίγων, οὐρανικωτάτης ἀϋλότητος καὶ ἡδονικότητος, χρωματισμῶν.
Καὶ ὅλα τὰ χώματα πεδίων, λόφων, βουνῶν, ὅλα τὰ νερά, ὅλοι οἱ ἀέρες, εἶναι ὅλα φωτεινότατα χρωματιστά. Τὸ κύριον Χρῶμα, τὸ χαρακτηριστικὸν Χρῶμα εἶναι τὸ Κυανοῦν. Ὁ συνηθέστερος χρωματισμὸς εἶναι ὁ κυανοῦς. Ἀήρ, οὐρανός, ὄρη, θάλασσα εἶναι κυανᾶ. Εἰς οἱονδήποτε ὑψηλὸν σημεῖον σταθῇ κανείς, βλέπει εἰς τὸν τελευταῖον στέφανον τῶν ὑψηλῶν ὀρέων —Ὑμηττός, Πεντελικόν, Πάρνης — καὶ εἰς τὰς ἀπωτάτας κορυφὰς τῶν ὄπισθεν αὐτῶν φαινομένων ὀρέων, πάντοτε δεσπόζον τὸ Κυανοῦν. Καὶ τὸ αἰθέριον αὐτὸ Κυανοῦν διέρχεται ὅλων τῶν τόνων, ὅλην τὴν κλίμακα τῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἀτονιῶν, ἀπὸ τῶν βαθυτάτων βρεμμένων σταφιδοσωρῶν μέχρι τῶν ἀσυλληπτοτάτων γαλανοτήτων ἡλιορρύτου ὀφθαλμικῆς κόρης γάτας, ἀπὸ τῶν πυκνοτάτων μέχρι τῶν ἀραιοτάτων ἀπὸ τῶν τονωτικωτάτων ἀγαλλιάσεων μέχρι τῶν ἀτονωτάτων μελαγχολιῶν, ἀπὸ τὰ ἐλπιδοφόρα ροδαυγήματα καὶ τὰ μεσημερινὰ ἐνθουσιάσματα ἕως τὰ δειλινὰ κρυώματα τῶν μελῶν καὶ τὰ ἡδυπαθέστατα κλεισίματα κουρασμένων ματιῶν. Καὶ τὸ ἕνα αὐτὸ κύριον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, τὸ ἁπλούμενον εἰς ἀέρα, ὄρη, νερά, δέχεται τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Ἀργύρου, ἀργυρονεφοῦται, ἀργυροσκονίζεται, ἀργυρανθίζεται, ἀργυροβρέχεται, ἀργυροφλεβοῦται, ἡ ἀργυρορροὴ διακλαδοῦται εἰς συρματένια ρυάκια ἐπὶ τῶν ὀρέων, εἰς μεγάλα ἀργυρᾶ ρεύματα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· καὶ τὰ μαργαριταρόχροα θωπεύματα ἀπὸ τῶν μαυροτέρων, μαῦρον μαργαριταριοῦ, μέχρι τῶν φωτεινοτάτων καὶ ὑελοδεστάτων ἀργυρορρευμάτων σεληνοφωτίστων θαλασσῶν, τρέχουν ἁπαλύνοντα, βελουδίζοντα καὶ στιλπνόνοντα.
Καὶ τὸ ἕνα αὐτό, ἀπώτατον, ὀρεινότατον χαρακτηριστικὸν Χρῶμα, δέχεται εἰς τὸν ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρα καὶ τὴν πρὸ τῶν ποδῶν του γηΐνην ὕλην τοὺς καταιωνισμοὺς τοῦ Χρυσοῦ, ἄνωθεν καὶ κάτωθεν, χρυσοφιλεῖται, χρυσογραμμίζεται, χρυσακτινοῦται, χρυσολούεται, χρυσανθίζει, χρυσοκαίεται εἰς χρυσοστέμματα νεφῶν, εἰς ἐκρερηγμένα πυροτεχνήματα χρυσοβελωνωτῶν πευκώνων, εἰς χρυσόρροα ρεύματα χρυσοτυφλοῦντος ἔρωτος θαλασσῶν· καὶ τὰ χρυσόχροα φιλήματα ἀπὸ τῶν βαθυτέρων χρυσοβυσινοφλόγων καὶ χρυσοκοκκινοπύρων μέχρι τῶν φωτεινοτάτων χρυσαναμμάτων τῶν ἀέρων, τρέχουν παντοῦ, χρυσογράφοντα, χρυσοξανθίζοντα, χρυσονεκροῦντα ἢ χρυσογυαλίζοντα. Καὶ βαίνοντες ἀπὸ τὰ γενικώτερα, τυπικώτερα εἰς τὰ εἰδικώτερα καὶ ἀραιότερα, τὰ ροδαλὰ καὶ γαλανὰ ἀνοίγματα καὶ ἀνθίσματα, ἱλαρύνουν, ἡδονίζουν τὸ Κυανοῦν, τὰ Ἀργυρᾶ ἐξευγενίζουν, τὰ Χρυσᾶ καὶ κοκκινόφλογα θουριάζουν, τὰ σμαράγδινα καὶ φυστικίζοντα καὶ γαζιόχροα καὶ λεμονόχροα ἐκποιητικίζουν καὶ τὰ φαιά, τεφρά, καφφετιὰ περάσματα σκυθρωπάζουν τὴν Κυανῆν Θέαν.
Τὸ ἀπώτατον αὐτὸ Ὀρεινὸν Κυάνεον Κύκλωμα, τοῦ ὁποίου τὰ στήθη ἀργυρώνει καὶ τοὺς ὑπεράνω αὐτοῦ ἀέρας, καὶ τὰς ὑποκάτω αὐτοῦ ὕλας χρυσώνει, Χρυσὸς καὶ Ἄργυρος σχεδὸν οὔτε ὡρισμένως οὐρανόθεν, ἀλλ᾿ ἀοράτως ἀερόθεν καταχεόμενος, κόπτει ὁ ἐντὸς αὐτοῦ καὶ πλησιέστερον ἡμῶν σχηματιζόμενος δεύτερος Κύκλος, ἀπὸ πεδία, λόφους καὶ βράχους — Ὁσίου Λουκᾶ, Λυκαβηττοῦ, Ἀρδηττοῦ, Φιλοπάππου, Ἀστεροσκοπείου. Καὶ μὲ εὐρυτέραν ἀκόμη περιφέρειαν περιλαμβάνουσαν τὴν Φαληρικὴν γῆν, τὴν Καστέλλαν καὶ τὰ πρὸς ἡμᾶς φουσκώματα τῆς Κορυδαλλείου καὶ Σκαραμαγγείου βουνογραμμῆς. Κύκλος οὐδέποτε κυανοῦς, μὲ ἐντελῶς ἄλλα χρώματα, ὁλόκληρος πολύχρους, σὰν νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποδεικνύεται καὶ διὰ τοῦ ... Χρώματος! ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς καὶ ἐκ τῆς συνόλου Ἑλλάδος καὶ ἐκ τοῦ κάθε τμηματικοῦ σημείου. Ὁ ποικιλόχρους αὐτὸς κύκλος ὁ δεσποζόμενος ἀπὸ τὸ Χρυσοῦν, ὁ Ξανθὸς Κύκλος, τὸν ὁποῖον ἐδῶ δὲν περιγράφω ἀναλυτικώτερον, διὰ νὰ μὴν μακρύνω, ἀφοῦ θὰ ἐπανέλθω ἑκατομμυριάκις λεπτομερέστατα μέχρι τελείας ἀποδείξεως καὶ ἐξαντλήσεως θέματος, ἐμοῦ καὶ ...ἡμῶν — διότι εἶπα, ὅτι ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλανω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν ἐφάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα — εἶναι χρυσόχρους, κιτρινόχρους, φαιόχρους καὶ τὰ ταυτοειδῆ. Τὰ μακρυνὰ δὲ Κυάνεα καὶ Ἀργυροκυάνεα καὶ βοκαμβυλεόχροα θιγόμενα ὀπτικῶς ἀπὸ τὰ Ξανθά, τὰ Χρύσεα, τὰ γαζιανθῆ, ἀπὸ τὰ αἱμοχροΐζοντα λοφίδια — ὅπως τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ — τὰ κεραμοχροΐζοντα, τὰ κανελίζοντα, τὰ χρυσοκίτρινα, τὰ γλυνόχροα, τὰ σκονόχροα, τὰ καφφεόχροα, ἀντιβάλλουν παραδοξότατα τὰς μᾶλλον ἀπροόπτους, ἀφαντάστους καὶ δυνατωτάτας ἀντιθέσεις καὶ ὅμως κατορθώνουν νὰ δένωνται ἐξαισιώτατα, νὰ ἁρμονίζωνται θαυμασιώτατα, συνθέτοντα τὸ ἀπαραμίλλου πρωτοτυπίας καὶ ὀξυτάτης καλλονῆς σύνολον, τὸ ὁποῖον βλέπομεν.
Καὶ ὅπως ὁ ἀπώτατος Κύκλος ἔχει τὸ χαρακτηριστικόν του γενικὸν Χρῶμα καὶ διέρχεται ὅλων τῶν τόνων αὐτοῦ, οὕτω καὶ ὁ δεύτερος. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον κάθε βουνὸν εἶναι ὁλόκληρον ἕνας τόνος καὶ κάθε ἕνα εἶναι ἕνας τόνος ἄλλος, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον κάθε βράχωμα, λόφωμα ὁλόκληρον εἶναι ἕνα ἁπλοῦν χρῶμα ἄλλο. Καὶ ὅπως εἰς τὸν πρῶτον αἱ ἀποχρώσεις περιστρέφονται πάντοτε ἐντὸς τῶν αὐτῶν ἰδιαιτέρων τῶν ὁρίων, ἐπανερχόμεναι κατὰ ὡρισμένας ὥρας καὶ ἀτμοσφαιρικὰς συνθήκας, οὕτω καὶ εἰς τὸν δεύτερον, ὥστε εὐκόλως εὑρίσκεται οὕτω καὶ ὁρίζεται ὁ τύπος, ὁ χαρακτήρ, τὸ εἶδος των, τὸ Χρῶμα των.
Καὶ ὅπως ἡ χρυσῆ λυχνία περιφέρεται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ὁ ἀπώτατος Κυανοῦς Στέφανος καὶ ὁ πλησίον Πολύχρους Κύκλος καὶ τὰ πάντα, ἀλλάζουν ὅψιν ἀενάως. Κάθε βράχωμα, ὕψωμα, λόφος τοῦ πλησίον μας κύκλου δίδει τὸ φόρεμα ποὺ ἐφόρεσε δι᾿ ὀλίγον εἰς τὸ πλησίον του καὶ κάθε φόρεμα περνᾷ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τὸ πρῶτον ὕψωμα ἕως τὸ τελευταῖον τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχουν, νὰ μὴ φαίνωνται ὅλα τὰ συνήθη φορέματα τοῦ κάθε κύκλου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικῶς ΣΤΙΓΜΗ σταματήματος καὶ δὲν ὑπάρχει ΣΤΙΓΜΗ, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἕνα ὕψωμα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸ ἄλλο.
Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται—ὅπως ἡ ζέστη—σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθέριαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων, περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄϋλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας αἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊᾶς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἱκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑελινὸν πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑελινον πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζαντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ.
(...)
Τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τὸ Ἀηδόνι»
Τὸ τραγικώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπεισόδια τῶν τελευταίων ἡμερῶν συνέβη μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ στενωτέρου τῶν φίλων του παραμονὴν τῆς ἡμέρας τῆς αὐτοκτονίας, δηλαδὴ τὴν παρελθοῦσαν Τετάρτην.
Ὁ Γιαννόπουλος ἐπεσκέφθη τὸν φίλον του κατὰ τὰς δέκα τῆς νυκτός. Μαζὺ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ τὴν κυρίαν του ἐπῆγαν εἰς τὸν Κινηματογράφον. Ἐκεῖ ὁ Γιαννόπουλος κατελήφθη ἀπὸ ἀλλόκοτον εὐθυμίαν. Ἤνοιξε συνομιλίαν τόσον οἰκείαν μὲ κάποιον διπλανόν του ἄνθρωπον τοῦ λαοῦ, τόσον εὔθυμον καὶ διακοπτομένην ἀπὸ τόσον ἠχηροὺς γέλωτας, ὥστε προσείλκυσε τὴν προσοχὴν ὅλων. Μετὰ τὸν κινηματογράφον ὁ Γιαννόπουλος, ὁ φίλος καὶ ἡ σύζυγός του ἐμπῆκαν εἰς μίαν μπύραν γιὰ νὰ πάρουν κάτι. Τὸ κατάστημα ἦτο ἔρημον πελατῶν. Εἰς μίαν στιγμὴν ὁ μακαρίτης ἀνασκαλεύων τὶς τσέπες του, εἶπε μὲ γλυκύπικρον μειδίαμα...
— Σταθῆτε... σταθῆτε... Ἔχω κάτι νὰ σᾶς διαβάσω. Εἶναι κάποιο ἀγαπητό μου κομμάτι... Τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τ᾿ ἀηδόνι» του Ὄσκαρ Οὐάϊλδ, ποὺ τὸ ἔχω μεταφράσει... ἐνθυμεῖσθε;
Καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ τὸ διήγημα τοῦ Ἄγγλου ποιητοῦ, τὸ ὁποῖον εἶχε δημοσιευθῇ εἰς τὰ «Παναθήναια» κατὰ μετάφρασίν του, διακοπτόμενος διαρκῶς, μὲ φωνὴν βραχνὴν καὶ ἠλλοιωμένην, ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι ἀνεκάλυπτε μυστικὰς σχέσεις μεταξὺ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ πτερωτοῦ ἥρωος τοῦ Οὐάϊλδ, τοῦ ἀηδονιοῦ, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη νὰ καρφώσῃ τὴν καρδιά του εἰς τὸ ἀγκάθι μιᾶς τριανταφυλλιᾶς μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ βάψη μὲ τὸ αἷμα του ἕνα ἄλικο τριαντάφυλλο. Ἀφοῦ ἡ τραγικὴ ἀνάγνωσις ἐτελείωσεν, ὁ Γιαννόπουλος ἀναστέναξεν καὶ εἶπεν:
— Αὔριο θὰ κάμω μία ἐκδρομή...
Ἀλλὰ δὲν εἶπε ποῦ θὰ ἐπήγαινε. Κατόπιν ἐψώνισεν ἀπ᾿ ἐκεῖ φαγητὸν διὰ τὴν ἐκδρομὴν καὶ μπύραν. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ καληνυκτίσῃ τὸν φίλον του, τὸν ἐνηγκαλίσθη συγκεκινημένος καὶ ἄφωνος. Ὅταν ἀπεχωρίσθησαν, τὸ ζεῦγος τῶν φίλων του ἀνελύθη εἰς δάκρυα, ἐξ ἐνστίκτου. Ἐμάντευαν ὅτι κάτι τρομερὸν θὰ συνέβαινε, τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ προλάβουν.
Ὁ Γιαννόπουλος εἰς τοὺς στενούς του φίλους τὴν προηγουμένην τῆς ἡμέρας τῆς αὐτοκτονίας ἐχάρισεν ὁμοιομόρφους εἰκόνας ἀρχαίου ἀναγλύφου, παριστῶντος ἔφιππον ἔφηβον, ὑπαινισσόμενος προφανῶς τὸν τρόπον τῆς αὐτοκτονίας του.