Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Εμείς και οι Έλληνες

Εμείς και οι ΄Ελληνες

Ένα σπουδαίο κείμενο του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη για την τραγωδία του να είσαι Έλληνας
 
 
 
 του Δημήτρη Δημητριάδη 
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 20-05-2000)


Παραλλάσσοντάς τον, δανείζομαι τον τίτλο από το κείμενο του Ph. Lacoue-Labarthe «Ο Χέλντερλιν και οι Έλληνες», ένα κείμενο που, με τη συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει υπόγεια το δικό μου, όπως το διατρέχει και το κείμενο του Dominique Grandmont «Η Ελλάδα του Καβάφη», το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και διατύπωση των παρακάτω σκέψεών μου. Από το κείμενο του Lacoue-Labarthe κρατώ επίσης την προμετωπίδα του Heiner Muller στην οποία θα επανέλθω αργότερα.

 
Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του.

Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό.

Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. Να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα.

Την θανάσιμη έξοδο.



Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα.

Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα.

Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της.

Αποκλείει την ταυτότητα.

Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια.

Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες.

Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους.

Εμείς ως μη Έλληνες.

Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε;



Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες.

Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες.

Δεν είμαστε Έλληνες.

Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια.

Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μάς αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες.

Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες.

Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους.

Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες.

Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος.

Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.




Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το ατταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.

Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας.

Μιας απώλειας συντελεσμένης.

Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες.

Τι είναι, λοιπόν;

Το τίποτε.




Ιδού το χαρμόσυνο άγγελμα.

Το τίποτε.

Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι.

Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να παραμείνουν όλα εκεί που είναι.

Στον ανέξοδο βαυκαλισμό του κατέχοντος.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως θα συμβεί το δεύτερο.

Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μάς ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.

Προτάθηκαν όλα τα σχήματα ερμηνείας αυτής της συνέχειας, ιδεολογικά και γεωφυσικά.

Ολοκληρώθηκαν και απέτυχαν όλα. Κατέληξαν σε αδιέξοδα. Παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Διένειμαν ανυπόστατους ρόλους. Απέδωσαν ψευδείς τίτλους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαπάτησαν καλλιεργώντας την αυτοτέλεια του προσωπείου πάνω στην ανυπαρξία προσώπου.

Δεν παράγεται πολιτισμός με την αναπαραγωγή του δεδομένου.

Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου.




Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε:


«Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήσαν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;».

Ιδού η καρδιά του προβλήματος.

Παραμένει ακόμη ανέγγιχτη.

Επειδή το άγγιγμά της είναι αφόρητο.

Δεν είμαστε τίποτε.

Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος.

Ποιος είναι αυτός;

Να γίνουμε Έλληνες.




Με τι τρόπο;

Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο.

Αν μας ενδιαφέρει.

Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας.

Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει.

Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος.

Με την ιδιότητα του ξένου, συγκαταλεγόμαστε, αν το θέλουμε, στη χορεία εκείνων που θέλουν να τείνουν προς την Ελλάδα.

Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν.






Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία.

Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Δεν μας εισάγει στο πνεύμα που γέννησε τη μυθοποίηση του τοπίου. Τη μεταποίηση της γεωγραφίας από φύση σε ποίηση.

Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται;

Με την κατάρρευση των επικαλυμμάτων αποκαλύπτεται το σταθερό ζητούμενο, η δημιουργία τρόπων μεταποίησης του μη υπάρχοντος σε υπάρχον.

Διάπλαση μορφών.

Προσέγγιση απροσέγγιστου στόχου.

Ξανά από την αρχή.

Πάλι και πάλι.

Ως εκ του μηδενός.

Σύλληψη του ανέφικτου.

Παραβίαση του ορίου που διαχωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε από εκείνο που στην πραγματικότητα δεν είμαστε.

Είναι μία απόπειρα ελληνική.




Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη.

Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό.

Aρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα.

Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας.

Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.

Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός.

Τι λέει;



Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά.

Τρομερό το αίτημα.

Ζητά δημιουργικότητα.

Διακινδύνευση. Τόλμη.

Ζητά ζωή.

Ζητά παραδοχή μιας προσπάθειας κατά την οποία θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε το ελληνικό ως έτερο. Το έτερο ως ελληνικό.

Γιγαντομαχία.




Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται.

Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες.

Το ελληνικό είναι επίκτητο.

Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του.

Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί;

Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες.

Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση.

Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα.

Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες.

Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα.



Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού.

Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ’ αυτήν την γεωγραφική περιοχή;

Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό.

Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα.

Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο.

Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα.

Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη.

Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε.

Είναι ομογάλαkτος του μηδενός.

Είναι το ίδιον της ετερότητας.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη.




Θάλασσες, νησιά και βουνά, εξαντλήθηκαν στις γιγαντοαφίσες.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα.

Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες.

Κοιτάξτε γύρω σας τον πληθυσμιακό πολτό, με εγχάρακτη στα πρόσωπά τους την ολική αποτυχία.

Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο. Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί.

Ενδεδυμένους μόνον την περιβολή του τίποτε.

Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ.
Αν μας ενδιαφέρει αυτό.




Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα;

Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα;

Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση;

Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους; Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο;

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε.

Τι μένει, λοιπόν;

Ανθρωποι.

Ανθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία.

Ο αμετάφραστος πόνος.




Το άλλο όμως είναι άλλο.

Από τη μια η τρέχουσα ανθρωπινότητα, και από την άλλη το άλλο.

Η προμετωπίδα του Heiner Muller:

«Για να συμβεί κάτι, χρειάζεται να ξεκινήσει κάτι· το πρώτο σχήμα της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εμφάνιση του καινούργιου ο τρόμος».

Όπως βλέπετε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.

Γι’ αυτό και δεν προσφέρονται.

Για να προσφερθούν, πρέπει να τους προσφερθούμε εμείς προηγουμένως. Τίποτε δεν μας ανήκει.

Δικό μας είναι μόνον το τίποτε.

Δηλαδή η απόσταση.

Αθροισμα αποστάσεων θεωρούσε τη ζωή ο Πεντζίκης.

Η απόσταση.

Αυτή που γέννησε την ποίηση του Καβάφη.

Ο Καβάφης ήταν ελληνικός επειδή ήταν μακριά, αλλού.

Δεν ήταν εδώ, δεν ήταν μαζί, δεν ήταν δικός τους, δεν τους θεωρούσε δικούς του.

Ήξερε ότι δεν κατείχε.

Ελληνικός. Ιδιότητα τιμιότερη απ’ αυτήν δεν θεωρούσε άλλην.

Αυτό θα πει ελληνικός.

Να προσπαθείς να καλύψεις την απόσταση και να μην μπορείς.




«Η Ελλάδα ­ καταλήγει ο Lacoue-Labarthe ­ θα πρέπει να ήταν τούτος ο ίλιγγος και τούτη η απειλή: ένας λαός, ένας πολιτισμός που υποδηλώνονται, που δεν παύουν να υποδηλώνονται ως απρόσιτοι στον ίδιον τον εαυτό τους. Το κατ’ εξοχήν τραγικό, αν αληθεύει ότι το τραγικό αρχίζει με την κατάρρευση του μιμητού και την εξαφάνιση των προτύπων».

Μπορούμε να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε αυτήν την κατάρρευση και αυτήν την εξαφάνιση;

Αν μας ενδιαφέρει.

Ειδάλλως, ας πάψουμε να σφετεριζόμαστε εκείνα που ανήκουν σε άλλους.

Στους Έλληνες.




Τελειώνω επανερχόμενος στον τίτλο.

«Εμείς και οι Έλληνες».

Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει.

Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας.

Όχι η καπηλευτική αναπαράστασή της στην πιο χυδαία και πληθωριστική εκδοχή της που είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό υπάρχει, αλλά η αιματηρή παράσταση της ανέκδοτης εκδοχής της σε ό,τι πιο ανησυχητικό υπάρχει.

Το ελληνικό ως τρομακτικό.

Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που δεν είναι, και γι’ αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.


 

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ

ΚΒ’ Οι Αρχαίοι

Δε με μέλει τώρα να πεθάνω! Μου φτάνει η ζωή, αφού είδα την Αθήνα. Εδώ γεννήθηκε ο κόσμος. Εδώ και στη Ρώμη μορφώθηκε η Εβρώπη. Μικρός τόπος και γέμισε τη γης. Από δω μας ήρθανε και νους και σκέψη κι ιδέες. Αφτή μας έκαμε αθρώπους. Αθήνα τη λένε και ποτές όνομα στον κόσμο, με τόσο λίγες συλλαβές, δε σήμανε τόσα. Φτάνει τ’ όνομά  της να πεις και τα λες όλα. Με σέβας το χώμα της να πατήσεις, εσύ που έρχεσαι σε τέτοια χώρα· τον ουρανό που βλέπεις, τονέ βλέπανε και τότες οι μεγάλοι· τον ορίζοντα που κοιτάζεις με τόση χαρά, τον κοιτάζανε τα μάτια τους κάθε μέρα. Μέσα σ’ αφτή την ατμόσφαιρα γεννιόντανε οι φωτερές ιδέες, βγαίνανε ποίηση και φιλοσοφία. Όταν ανεβαίνανε οι γενναίοι στην Ακρόπολη απάνω, την ίδια θάλασσα θωρούσανε που θωρείς τώρα και συ.
Με πόση χάρη, με πόση νοστιμάδα αράδιασε η φύση τις κορφούλες και τα βουναράκια που βλέπεις γύρω γύρω στην Αθήνα! Τι ωραία, τι χαδεφτικιά μορφή κατόρθωσε να τους δώσει! Με τι γλύκα, με πόση αγάπη ζουγράφισε κάθε γραμ­μή! Με πόσο ρυθμό και μέτρο, με πόση αρμονία σκάλισε τη γης, έστρωσε τα περιγιάλια και στρογγύλωσε τους γιαλούς! Στόλισε την Αθήνα με τις πιο χαριτωμένες, με τις πιο απα­λές της ομορφιές. Την έκαμε με πόθο και χαρά, τη συγύρισε σαν παιδί της. Όλα τάχει ταιριασμένα· εδώ τ’ αριστουργήματα της τέχνης φαίνουνται σα να βγήκανε από το χώμα, σα να είναι του τόπου γεννήματα, αφού και τα πλάσματα της φύσης έχουνε τόση φαιδρότητα και τέχνη.
Αιώνια χώρα θα μείνεις — και μη σε μέλει! Μπορεί να σε καταπατήσουνε οι βάρβαροι, μπορεί τα σκυλιά στον Παρθε­νώνα σου να χυθούνε. Ήσυχη να είσαι! θα καταστραφούνε τα σκυλιά και θα χαθούνε οι βάρβαροι· μια μέρα θα δέρνουνται και θα κλαίνε για την τόση τους τόλμη. Εσύ πάντα θα βασιλέβεις· εσύ θα στέκεσαι παντοτινά, γιατί εσένα πάντα σε κοιτάζει η γλαφκομάτα μεγάλη θεά, γιατί εσένα πάντα σε προσέχει το πελώριο μάτι του Δία!
Εδώ ζούσε λαός μοναδικός στην ιστορία. Άλλος δε θα βρεθεί που να του μοιάξει· μπορούμε να το ’χουμε κάφκημα και δόξα, μόλον ότι και μεις δε θα του μοιάξουμε ποτές. Ο πιο πρόστυχος άθρωπος ένοιωθε μέσα του τι θα πει τέχνη και ποίηση, ήξερε, χωρίς να του το μάθει κανείς, ποιο είναι το καλό και τ’ ωραίο. Άλλο δεν είχε δάσκαλο παρά τη φύση. Για να γίνουν έργα μεγάλα, δε φτάνει ένας μόνο να τα κάμει· χρειάζεται η συνέργεια ολωνώνε· πρέπει να τα καταλάβουνε όλοι, κι όλοι να τ’ αρέσουνε. Καλλιτέχνης ήτανε ο λαός όλος. Σε κάθε πέτρα χάραξε την ιδέα του· ο νους του μπήκε βούλα μέσα σε κάθε μάρμαρο, σε κάθε στίχο. Στους ναούς και στα βιβλία, στου Παρθενώνα το μέτωπο και τις κολόνες, μας άφησε την καλύτερή του διδαχή. Μας έμαθε τι θα πει ειλι­κρίνεια και τέχνη. Ψεφτιές εδώ δεν έχει· δεν έχει πολύπλοκες τεχνουργίες· βάλε μια πέτρα πάνω στην άλλη και βγήκε ο Παρθενός. Πιο απλά μέσα, πιο απονήρεφτοι τρόποι δε γίνουνται. Ο Αθηναίος δε γύρεβε να θαμπώσει τον κόσμο, να μας γελάσει με τέχνες, με σοφίες, με γύρους κι αλλογύρους. Δεν ήτανε ο σκοπός τους να φαντάξουνε. Ένα μόνο κυνηγούσανε, πώς να πούνε την ιδέα τους, πώς να την παραστήσουνε απλά και φυσικά, για να την καταλάβει ο καθένας· δεν τους έμελε για τίποτις άλλο, κι ίσια ίσια γιατί δεν είχανε άλλο σκοπό, κατορθώσανε κι είχανε τόση τέχνη.
Την Ακρόπολη την είδα όπως βέβαια δεν την είδε κανένας ξένος· για τούτο σας μιλώ με τόση ζωεράδα. Να μάθετε τι τρέχει· ίσως δεν τ’ αποδείχνω, μα πολύ μου αρέσουνε οι Αρχαίοι. Τα πήγαμε πάντα καλά μαζί. Οι Αρχαίοι περή­φανοι δεν είναι. Όταν ήμουνε παιδί στο σκολειό, δε μου ερχόντανε τα λόγια τους· μου φαινότανε πως οι Αρχαίοι άλλο τίποτα δεν ήτανε παρά ένα σωρό δασκάλοι· έτσι το θαρρούσα, ίσως γιατί δασκάλοι μου τους παραδίνανε· τους είχα για κατσούφηδες, μαχμούρηδες, σκολαστικούς αθρώπους, και να το πω κι αφτό, βαρετούς με το παραπάνω. Λαχταρούσα στο σκολειό πότε να φέξουνε οι διακοπές. Όταν έπιασα μοναχός μου να τους σπουδάσω, άλλαξα γνώμη με μιας. Κατάλαβα πως πιο γελαστοί, πιο καλής ψυχής αθρώποι δε γίνουνται. Τους έβαλα μέσα στην καρδιά μου — κι από τότες τα πάμε λαμπρά. Άμα αδειάσω λίγη ώρα το χειμώνα — όταν πέ­φτουνε όξω τα χιόνια πηχτά πηχτά και κάθουμαι ήσυχα κοντά στη φωτιά μου — πολύ μ’ αρέσει να κουβεντιάζω με τους Αρχαίους. Πιάνω ένα βιβλίο και τα λέμε. Πόσα γέ­λια που κάνουμε μαζί! Πόση χαρά με περεχύνουνε τα λόγια τους! Πόσο θυμώνω, άμα θυμώσουνε· πόσο κλαίω, άμα δακρύσουνε· πόσο με διασκεδάζουνε τα παραμύθια τους και πόσο μου γλυκαίνει την ψυχή η καλή τους, η αψηλή τους φιλοσο­φία και ποίηση. Τα ’χουμε πολύ καλά μαζί. Δεν κάνουνε και τον περήφανο· φτάνει να τους αγαπάς με την καρδιά σου, να μην τους έχεις για σοφολογιότατους, και με πολλή καλοσύνη σου ξεσκεπάζουνε τις ιδέες τους, σου φανερώνουνε τις ομορφιές τους και πιάνουνε τα λόγια. Πολύ μου αρέσουνε οι Αρχαίοι! Πάντα το πεθυμούσα ν’ ανταμωθούμε καμιά μέρα.
Τ’ αξιώθηκα κι αφτό, ότι πάτησα στην Αθήνα. Κόντεβε μεσημέρι· γλήγορα γλήγορα έτρεχε ο καθένας από τη ζέστη να χωθεί μέσα στο κελάρι. Έτσι κρυφτήκανε όλοι και στους δρόμους δε φαινότανε πια ψυχή. Ο ήλιος φωτοβολούσε, που σου θάμπωνε τα μάτια. Όλα τα ’βλεπες κάτασπρα, η Αθήνα γυάλιζε σαν απέραντος βώλος ζάχαρη· έλεγες πως είχε χλωμιάσει κι ο ουρανός από την αντηλιά. Ησυχία δεν έχω στο ταξίδι· πρέπει πάντα να είμαι στο ποδάρι. Σηκώθηκα λοιπό να πάω στην Ακρόπολη. Προτού ανεβώ, στάθηκα κάτω μια στιγμή και κοίταξα απάνω, να διω. Τι βλέπω; Όλους τους Αρχαίους μαζωμένους στην Ακρόπολη, ξυπόλυτους κι ασπροντυμένους, με τους μακριούς χιτώνες. Τα πρόσωπά τους ήτανε κάπως χλωμά, μα πάντοτες ωραία. Προχώρησα και τους είδα από πιο κοντά. Περπατούσανε και μιλούσανε ανα­μεταξύ τους. Άλλοι ανεβοκατεβαίνανε τη σκάλα του Beulé, άλλοι πάλε ερχόντανε ίσα με κάτω, στου Διόνυσου το θέα­τρο, καθόντανε γύρω γύρω στα σκαμνιά και προσμένανε — ποιος ξέρει τι; Ίσως καμιά παράσταση που δε θα γίνει ποτές. Άλλοι ήτανε καθησμένοι με την αράδα στα σκαλοπάτια του Παρθενώνα, κοιτάζανε το χόρτο που είχε φυτρώσει στις πέ­τρες ή θωρούσανε τη θάλασσα μπροστά τους. Είχανε ομιλίες κι έσκυφτε ο ένας να πει κάτι του αλλουνού. Ο Σωκράτης έτριβε τα σκέλια που θυμότανε πως τρίβοντας τα σκέλια του είχε πεθάνει, και γλυκά χαμογελούσε. Τι καλός εκείνος ο Σωκρά­της! Χαιρόντανε όλοι τους να τον ακούνε. Ήταν ένα γλέντι για τον κόσμο. Έπρεπε να διεις τον ήσυχο το γέρο, όταν είχε σκοπό να πει καμιά νοστιμάδα ή να κάμει κανένα χωρατό· τότες ήτανε που έβγαζε από το στόμα του λόγια γεμάτα ιδέες μεγάλες και πανάγιες αλήθειες. Παίζοντας και σα να μην πρόσεχε διόλου, έλεγε τα πιο σοβαρά πράματα. Σε τέ­τοιες ώρες είχε μάλιστα το συνήθειο να κατεβάζει τα φρύδια και να πετά στραβά μια ματιά, τάχατις σα να ’κανε το σπου­δαίο ή το θυμωμένο. Ο Πλάτωνας τον πείραζε λέγοντας πως έμοιαζε τάβρος.
Ο Ηρόδοτος, με χάρη μοναδική, δηγότανε παρέκει κάτι ιστορίες που τελειωμό δεν είχανε. Καθόντανε τα ελληνόπαιδα τριγύρω και τον ακούγανε όλοι σαν παππού τους. Σκυθρωπός σαν το λιοντάρι, ο Θουκυδίδης μελετούσε. Γύρεβε θεμέλια για να στηλώσει την αλήθεια. Μάζωνε πλεροφορίες εδώ και κει, ρωτούσε τους στρατιώτες, μιλούσε με τους γέρους, πολε­μούσε να διαβάσει τις επιγραφές και τα μνημεία. Κάποτες χαμογελούσε το λιοντάρι· έβλεπε πως το έργο του πια έμεινε στους αιώνες και πως μοναχός του, πριν ακόμη μάθει ο κό­σμος τι θα πει επιστήμη και τέχνη της κριτικής, έδειξε την αληθινή, τη μόνη μέθοδο της επιστήμης και της ιστορίας.
Ένας γέρος, με τα μαλλιά σαν το χιόνι, ήμερα και γλυκά τραγουδούσε κάπου κάπου της άνοιξης την καλοσύνη, του αηδονιού τη λαλιά, του Κολωνού την ωραιότητα και την ασπράδα. Ήτανε ο Σοφοκλής, ο μεγαλύτερος απ’ όλους, ο Σοφοκλής που άναφτε η καρδιά του και που βγάζανε οι στίχοι του φωτιά, κάθε φορά που μιλούσε για την ουράνια Δίκη, για τις Ερινύες που τους φονιάδες φονέβουνε· κρύφτουνται οι Ερινύες μέσα στα λαγκάδια και στους βράχους — κι οι βράχοι θα καταντήσουνε τρομάρα για όσους δεν εί­δανε πως πίσω από τους βράχους είναι κρυμμένες οι χαλκόποδες θεές. Ο αγαθός ο Αισκύλος μονολογούσε· πότε τον έβλε­πες σαν ιερέας να λητουργά, πότε να πολεμά σα στρατιώτης. Συνήθιζε πού και πού να βάζει στις τραγωδίες του μέσα και δυο τρεις ξένες λέξες· τις είχε μάθει στους περσικούς πολέ­μους. Από μακριά, ο Εβριπίδης τους κοίταζε και τους δυο. Γελούσε σα μαργιόλος. Όταν έκλαιγε, έκλαιγε σατυρικά. Κανείς όμως δεν είχε τη φωνή του, κανείς δεν είχε το πάθος του, άμα έψελνε την αγάπη. Έγραφε κείνη την ώρα μια στροφή κι αντιστροφή για μια του τραγωδία· κι ωστόσο δεν έμοιαζε λυπημένος. Ήτανε όλος χαρά και μου φάνηκε πως τα έξυπνα του τα μάτια μιλούσανε και λέγανε κρυφά κρυφά·— «Στάσου, να τους πιάσουμε τους Αθηναίους με τους δωρισμούς που όλο γυρέβουνε στα δράματά μας. Κανένα χορό να τους φτιάσω, που τίποτα να μην καταλάβουνε ούτε κείνοι ούτε οι σοφοί Εβρωπαίοι κατόπι.» Ο Αριστοφάνης όμως δεν του τα μασούσε· τον έκανε κουρέλι. Τα ’λεγε χοντρά, μα πάντα με χάρη· ήξερε δηλαδή πως ήτανε Αρχαίος, και πως του τα συχωρνούσανε οι δασκάλοι να μιλεί χυδαία. Σκάνανε οι Αθηναίοι στα γέλια.
Ο Περικλής, ο αληθινός πατέρας της μεγάλης δημηγορίας, μ’ ένα του λόγο κόρωνε τα λαό ή τον ησύχαζε πάλε· γινότανε αστροπελέκι και βροντή, αναποδογύριζε την Ελλάδα — κι έμοιαζε θεός. Ο Δημοστένης, άλλο θεριό. Αχ! τι φωνή που ήτανε κείνη! Σαν τις φλόγες πετιόντανε τα λόγια του κι ανάφτανε τις καρδιές· σωστή πυρκαγιά. Λες να ήτανε ο Φίλιππος κανένας Σλάβος, για να τα βάλει μαζί του ο Δημο­στένης με τόσο θυμό; Ας έχουνε τη Μακεδονία τους, έλεγε, κι ας μας αφήσουνε μας την Ελλάδα. Και δος-του και δος-του! Χτυπούσε κι όλο χτυπούσε, σαν τον Ήφαιστο με το σφυρί. Θα ξανακούσουμε καμιά μέρα τέτοιο κακό; Οι θεοί να το δώσουνε! Να χαρούμε και μεις, αφού είδαμε τόσα. Τι δύναμη που την είχε! Τι καλά που μιλούσε τη γλώσσα τη δημοτική. Έβαζε στους λόγους του μέσα τις πιο γνωστές, τις πιο συνηθισμένες λέξες, τις κοινές φράσες του λαού. Φανταστείτε το Δημοστένη να μιλεί καθαρέβουσα! Δεν είναι πια Δημοστένης· είναι δάσκαλος. Όχι, με τους χωρατάδες, με τα γέλια, με την ειρωνεία που καίει, με τα πάθος που μπαί­νει ίσια μέσα στην ψυχή, με την τρομερή λογική που θέλεις δε θέλεις σε καταπείθει, το σκοπό του όλο κυνηγούσε· έριχνε στο Φίλιππο λάσπη· τον έκανε μασκαρά!
Ο φίλος ο Αριστοτέλης είχε πάλι άλλες φροντίδες. Κοί­ταζε πώς να πλουτίσει τον αθρώπινο νου, πώς να χωρέσει το κεφάλι του αθρώπου πιότερη μάθηση, πιότερες γνώσες, πώς να καταλογίσει όσα ξέρει, πώς να κάμει την επιστήμη να προδέψει· στάθηκε ο πρώτος δάσκαλος της Εβρώπης. Περ­πατούσε με τους μαθητάδες του κι έλεγε λόγια που μπορούσε κι ο Πλάτωνας να τ’ ακούσει. Τα σημειώνανε οι μαθητάδες γλήγορα γλήγορα και στα πεταχτά· έτσι σωθήκανε πολλά του Αριστοτέλη. Όταν τα βλέπουμε τυπωμένα, μας έρχουν­ται κάπως ξερά και ψυχρούτσικα· μα τώρα που τον άκουγα, που τον είχα μπροστά μου, ένοιωθα την καλοσύνη του όλη, την τρυφερή του ψυχή, της καρδιάς του τη γλυκάδα και τη χάρη. Ποιος μπόρεσε ποτές και ποιος θα μπορέσει να μιλήσει με τόση αγάπη και με τόσο ύψος για το θείο; Ποιανού μάτια είδανε τόσο καθαρά και χαρήκανε τόσο πολύ να διούνε τη Δικιοσύνη; Την όψη της, λέει, μήτε ο εσπερινός την αξίζει μήτε ο αβγερινός· η φύση τόσο ωραία δεν είναι! Ποιος εννόησε καλύτερα πως η ενέργεια είναι ο γενικός νόμος του κόσμου; Κι όταν κλαις κι όταν έχεις κανέναν καημό και λυπάσαι, έλεγε την ώρα που τον άκουγα στην Ακρόπολη, μπορεί ωστόσο να μην είσαι δυστυχισμένος, αφού μέσα σου νοιώθεις την ψυχή σου κι ενεργά. Κανένας καρδιογνώστης δεν ανάλυσε με τέτοια δύναμη κι αλήθεια κάθε πάθος της καρδιάς μας. Δε βρέθηκε άλλος σαν το Σταγειρίτη για να ξεδιαλύσει τα μυ­στικά της αθρωπότητας και της ζωής. Κανείς δεν είχε κρίση πιο σωστή και νου πιο γενναίο. Τόσο λαμπρά δε μίλησε κα­νείς για τη φιλία, που δεν αρέσει τη μοναξιά και που χαί­ρεται περισσότερο με την αγάπη που δίνει παρά με την αγάπη που παίρνει. Άνοιγε η καρδιά μου να τον ακούω. Μου ερχό­τανε όλο να πάω να του φιλήσω το χέρι.
Ο Ξενοφώντας κι ο Πλάτωνας φιλοτιμιόντανε ποιος να μιλήσει πιο καλά για το Σωκράτη. Ο Ξενοφώντας τα ’λεγε στρατιωτικά κι απλά. Ο Πλάτωνας έβαζε και τον Πλάτωνα μέσα. Αναγάλλιαζε η ψυχή με τη μιλιά του. Τα λόγια του ήταν ένα χαμόγελο. Δεν κοιτάζανε τα μάτια του κατά γης· έλεγες μάλιστα πως μόλις πατούσε χώμα. Κοίταζε αψηλά αψηλά στον ουρανό, σα να γέμιζε φως ο μεγάλος του νους. Σου φαινότανε πως θωρούσε, μέσα και μέσα στα γαλάζια τ’ ουρανού, ολωνώνε των πραμάτω τη μορφή και τις ιδέες, και τον περεχούσε χαρά που τέλος ξεσκεπαζότανε μπροστά του η αλήθεια.
Πίσω στον Παρθενώνα ήτανε ίσκιος και στον ίσκιο μέσα καθόντανε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ο Παρμενίδης ο Ελαιάτης, ο Εμπεδοκλής, ο Ξενοφάνης. Λίγο λίγο προχωρούσανε· ο ήλιος όξω είχε τόση δύναμη, τόσο φως, που το μέρος εκείνο έμοιαζε ακόμη πιο μάβρο· έμοιαζε σα βαθύ βαθύ σκοτάδι· λες πως βγαίνανε οι φιλόσοφοι μέσα από κανένα χάος και πως πίσω τους είχανε νύχτα και καταχνιά. Όσο προβαίνανε όμως, τόσο πιότερο έλαμπε, τόσο πιότερο γέμιζε αχτίδες το πρό­σωπό τους. Ο Ηράκλειτος μιλούσε για τα ποτάμια που τρέ­χουνε και για τον κόσμο που σαν το ποτάμι περνά. Ο Δημό­κριτος βαστούσε στα δάχτυλά του κάτι άτομα μικρά μικρά, γύρεβε να τα κόψει και δίδασκε πως όλα ξαναγεννιούνται. Έκλαιγε και γελούσε για τούτο. Τους κοίταζε ο Αναξαγόρας κι έλεγε πως χρειάζεται Νους για να στρώσει ο κόσμος, Νους για να δώσει στη φύση τη μορφή της, για να ξεχωρίσει τ’ άτομα και να ζωντανέψει την ύλη. Με πόση διάνοια, με πόση κρίση και γνώση, πρώτοι τους εκείνοι, όταν ακόμη σωπαίνανε οι γλώσσες και τα κεφάλια, καταλάβανε την ύπαρξη και τη φύση, είδανε πως μια και μόνη αρχή, ένας γενικός νόμος κυβερνά τον Κόσμο, πως ουρανός και γης, πως όλα τα φαινόμενα που βλέπεις είναι το ίδιο πράμα και μέσα τους έχουν ένα σύστημα μοναδικό, που ενώνει το καθετίς το ένα με τ’ άλλο! Πολύ πιο σοφοί, πολύ πιο μεγάλοι σταθήκανε κείνοι κι από το Σωκράτη κι από τους άλλους. Κουβεντιάζανε κρυφά κρυφά αναμεταξύ τους και δεν μπορούσες ν’ ακούσεις τι λέ­γανε. Κοντά στους φιλοσόφους και λίγο πιο πίσω, γιατί μοιά­ζανε ακόμη πιο παλιοί, στέκονταν ένα σωρό τραγουδιστάδες. Ανεβαίνανε κι αφτοί στην Ακρόπολη. Ερχόντανε από την Αιολίδα κι είχανε περάσει κάμποσα χρόνια στην Ιωνία. Δη­γόντανε παραμύθια του λαού κι αθάνατες ιστορίες. Είχανε όλοι τους στο μέτωπο γραμμένο το ίδιο όνομα, Όμηρος. Ένας όμως που έμοιαζε σα λοχαγός, περπατούσε μπροστά, έκρυφτε τους άλλους με τη μεγάλη του ράχη, με τ’ ωραίο του το κεφάλι, και τους περιμάζωνε πίσω του με τρόπο που δεν τους έβλεπες πια, και που φαινότανε ο μόνος Όμηρος εκείνος να είναι. Οι φιλόσοφοι κι οι τραγουδιστάδες είχανε ομιλίες. Λέ­γανε οι φιλόσοφοι· — «Ο νους του αθρώπου ήτανε κοιμι­σμένος· πρώτοι του δώσαμε ζωή. Φιλοσοφία δεν ήξερε και του μάθαμε φιλοσοφία.» — Λέγανε οι τραγουδιστάδες· — «Η φαντασία του αθρώπου ήτανε κοιμισμένη· πρώτοι της δώσαμε ζωή. Ποίηση δεν ήξερε και του μάθαμε ποίηση.» Αθάνατα λόγια! Αθάνατος ο λαός που μπόρεσε μια μέρα να τα πει!
Τι να σας τα πολυλογώ; Τι να περνώ έναν ένανε όσους απάντησα στην Ακρόπολη; Όλες οι δόξες της Ελλάδας βρισκόντανε κει πέρα· άκουσα και τον Ησίοδο να παραπονιέ­ται γλυκά για τον αδερφό του, και να βάζει μέσα στον κατά­λογό του ολύμπιους θεούς κι ήρωες κάθε χώρας· είδα τον Ιππώναχτα, τον Αρχίλοχο που σκοτώνανε άθρωπο μ’ ένα τους στίχο· τον Αλκαίο, τον καλό σοβαρό και φρόνιμο Ανα­κρέοντα, την αθάνατη Σαφώ, ολόρθια, στημένη σα φλόγα· τον Αλκμάνα, τον Ίβυκο, το Στησίχορο το γενναίο, το θρή­σκο Σιμωνίδη τον Κείο. Κάπου κάπου έβλεπα και κάτι σκιές, κατάχλωμες και σα μισοσβησμένες που περπατούσανε κάτω μακριά, τον Ορφέα, το Λίνο, το Μουσαίο· μέσα σ’ αφτές τις σκιές ξεδιάκρινες κι άλλες δυο· ίσως ήτανε ο Πυθαγόρας η μια κι ο Λυκούργος της Σπάρτης η άλλη. Όσοι όμως ήτανε μαζωμένοι μπροστά στον Παρθενώνα, φαινόντανε και πολύ καλύτερα. Είδα τον Ισοκράτη, που όλο διόρθωνε τα γραψί­ματά του, το Λυσία, τον Υπερίδη, το Λυκούργο, τους δέκα ρήτορες, τους σοφιστάδες, το Μέναντρο και τους κωμικούς, το σοφό τον Επίκουρο, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο, το Ζήνωνα και τους άλλους φιλοσόφους. Ήτανε κι ο Πλούταρ­χος εκεί, με πρόσωπο γελαστό, κοντούτσικος, με παχούτσικα μάγουλα και γενναία όψη· ήτανε κι ο Λουκιανός ο παιχνιδιάρης· πολεμούσανε του κάκου κι οι δυο τους ν’ ανεβούνε ίσα με τον Παρθενώνα. Ήτανε άλλοι πολλοί, μα πού να τους θυμηθώ; Μόνο το Θεόκριτο δεν είδα· οι Αρχαίοι δεν τονέ θέλανε πλάγι τους και του λέγανε πως είναι μαϊμού. Μαζί με τους Αλεξαντρινούς τον είχανε μέσα στο Μουσείο.
Οι Αρχαίοι περπατούσανε, καθόντανε, πηγαίνανε δω και κει, πιάνανε κουβέντες, γελούσανε και φιλοσοφούσανε. Παρα­τήρησα όμως πως πάντα γυρίζανε τη ράχη τους στο Πανε­πιστήμιο. Αλήθεια, πολύ μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Παρατή­ρησα κι άλλο ένα· οι Αρχαίοι δε μιλούσανε αρχαία, μιλού­σανε ρωμαίικα! Οι Αρχαίοι πήρανε τον ίδιο δρόμο που πήρε κι η γλώσσα τους· κάθε χρόνο, κάθε δέκα, κάθε πενήντα χρό­νια και κάθε αιώνα λίγο λίγο μεταμορφωνότανε η γλώσσα τους· όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιότερο έμοιαζε με τη δική μας σήμερα. Οι Αρχαίοι, που ζήσανε και κείνοι μαζί με τη γλώσσα, αφού και τώρα τους έβλεπα ακόμη στην Ακρόπολη, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουνε οι ίδιοι, μιλήσανε τη δημοτική· «Αλλάξανε οι καιροί, μου λέγανε, αλλάξαμε και μεις. Μοναχό του έγινε το πράμα, απλά και φυσικά. Χίλιες φορές αλλάξαμε γλώσσα κι άλλη δουλειά δεν κάναμε. Ο Πλάτωνας δε μιλούσε την ίδια γλώσσα που μιλούσε ο Όμηρος μήτε που μίλησε ο Μέναντρος κατόπι. Ο σκοπός μας ήτανε πάντα, να μη δυσκολέβεται ο κόσμος με τα λόγια μας, και για τούτο είχαμε πάντα τη γλώσσα της εποχής μας. Αν ήτανε να μιλούμε σήμερις απαράλλαχτα και σωστά σαν που μιλούσαμε τότες, ποιος θα μας καταλάβαινε; Ίσως δυο τρεις φιλόλογοι στην Εβρώπη· στην Ελλάδα βέβαια μήτε μισός φιλόλογος δε θα ’νοιωθε τι λέμε. Τα ξεχάσαμε κιόλας. Βλέπουμε μάλιστα πως σήμερα ξέρουνε τη γλώσσα μας στην Εβρώπη πολύ πιο καλά απ’ όσο την ξέραμε στα χρόνια μας. Βρίσκουν ένα σωρό πράματα που μήτε είχαμε υποψία· ετυμολογούνε τις λέξες που συνηθίζαμε καθεμερνά, χωρίς να φαν­ταστούμε πως είχανε καμιά συγγένεια μ’ άλλες γλώσσες, και πως τις ίδιες ρίζες μπορείς ν’ απαντήσεις στα περσικά, στα σασκρίτικα και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Ήτανε τόντις προκομμένοι οι Αρχαίοι· να που ξέρανε και σασκρίτικα!) Κι ό­μως δεν είπαμε ποτές τη γλώσσα μας βάρβαρη. Σήμερα στην Ελλάδα, όσο καταλάβαμε, όποιος δεν ξέρει να ετυμολογήσει μια λέξη ή να ξηγήσει έναν τύπο, δεν πάει να μάθει στο σκο­λειό, μόνο θα πει τη λέξη βάρβαρη και βάρβαρο τον τύπο, γιατί νομίζει πως ό,τι εκείνος δεν ξέρει, δεν μπορεί και να είναι σωστό.»
Αναστενάζανε οι Αρχαίοι και παραπονιόντανε· — «Αχ! παιδί μου, να ήξερες τι σκοτούρες που μας έδωσε η γλώσσα μας! Όταν αρχίσαμε να γράφουμε, είχαμε κάμποσες δυσκο­λίες. Η γλώσσα μας μορφωμένη δεν ήτανε ακόμη. Ρώτα τον Πλάτωνα να σου το πει· για να φτάσει η γλώσσα του ομηρικού στίχου στην αττική φράση, για να γίνει η ομηρική γλώσσα ό,τι έγινε κατόπι στον καιρό της χρυσής μας εποχής, χρειά­στηκε δουλειά και κόπος. Είδαμε και πάθαμε ώσπου να κά­μουμε τη γλώσσα μας κάτι να είναι και να φαίνεται. Τώρα που το κατορθώσαμε, μας βγήκε άλλος μπελάς στο κεφάλι· μας βάλανε την καθαρέβουσα στη ράχη. Πρέπει να τη φορ­τωθούμε, σα να ήτανε άξαφνα γλώσσα δική μας, σα να ήτανε παιδί μας και σα να την είχαμε κάμει ποτέ μας.»
Κάποτες θυμώνανε οι Αρχαίοι· — «Η καθαρέβουσα! Είναι άξιοι να κάμουνε τον κόσμο να πιστέψει πως τόντις μπορούσαμε να μιλήσουμε τέτοια βάρβαρη γλώσσα! Πάντα μιλούσαμε τη γλώσσα του καιρού που ζούσαμε. Αλλιώς πώς θα ήτανε δυνατό να σωθούνε οι ραψωδίες αφτωνώνε που βλέ­πεις εκεί πέρα, πίσω από τον Παρθενώνα; Α δεν ήτανε του λαού γλώσσα, πώς θα τη μάθαινε ο λαός; Πώς θα την ήξερε; Πώς θα πηγαίνανε οι Αθηναίοι στα θέατρα ν’ ακούσουν Εβριπίδη, Σοφοκλή, Αισκύλο; Πώς θα το κατόρθωνε ο Δημο­στένης να βάλει φωτιά σ’ όλη την Ελλάδα; Ποιος θα ’δινε προσοχή στα λόγια του Δημοστένη, αν ο καθένας δεν ήτανε άξιος να τα καταλάβει;»
Αλήθεια, πολύ μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Φρόνιμα μιλού­σανε. Οι Αρχαίοι κάπου κάπου ανοίγανε το στόμα κι απορούσανε σαν παιδιά. Βλέπανε κάθε μέρα στην Ακρόπολη Άγ­γλους, Γάλλους, Γερμανούς και δεν ξέρανε καλά καλά τι λο­γής αθρώποι ήτανε. Άξαφνα με ρωτούνε· — «Τι πράματα είναι τούτοι με τ’ αψηλά καπέλα και τα στενά τα ρούχα; Τώρα που σε βρήκαμε, για πες μας.» — «Αφτοί, τους κάνω γω, είναι ξένοι. Λέγουνται Γκέτες, Σαικσπείρος και Βολταίρος. Καλοί μου προγόνοι, βλέπετε πως δεν έχουν ελληνικά ονόματα· σαν που συνηθίζατε να λέτε στον καιρό σας, είναι βάρβαροι.» «Βάρβαροι! Σώπα, καλέ! Αν είναι αφτοί που λες, τους ξέρουμε, γιατί κουβεντιάζουμε συχνά μαζί στους ηλύσιους κάμπους· εκεί κάτω, φορούνε χιτώνα σαν και μας· για τούτο δεν τους γνωρίσαμε τώρα με τα φωκόλα. Μη λες βαρβάρους τέτοιους άντρες· είναι δικοί μας. Ό,τι κά­μαμε μεις στα χρόνια μας, το κάμανε κείνοι στα δικά τους. Είναι ίσα με μας και μη σε μέλει.» — «Έλεγα δηλαδή ... — προσπάθησα να το διορθώσω — που δε γράψανε στη γλώσσα σας και μόνο με τη γλώσσα την αρχαία νόμιζα πως μπο­ρούσε κανείς να γράψει αθρωπεμένα. Ο Σαικσπείρος τουλά­χιστο μεταφράστηκε.» Είδα πως ο λόγος μου δεν τους άρεσε. Σιγά σιγά μουρμουρίζανε· — «Την αλήθεια, την αλήθεια, παιδί μου!» Δεν είπα πια γρύ· μόνο, για να μην τα χαλά­σουμε άξαφνα, εκεί που τα πηγαίναμε τόσο καλά, έπιασα τα γόνατά τους σαν τον ικέτη· έπειτα πήγα και κάθησα χαμηλά κατά γης, να τους κοιτάζω.
Τους έβλεπα σα συλλογισμένους· δεν περπατούσανε πια τώρα. Είχανε τα μάτια τους γυρισμένα κατά την πόλη και προσμένανε. Άλλο στην Ακρόπολη δεν ακουγότανε παρά σιωπή. Μ’ έπαιρνε ύπνος και κόντεβα να κοιμηθώ. Με ξύ­πνησε άξαφνα η φωνή τους· — «Για να σου πω! Οι ομογε­νείς τι φτιάνουνε κει κάτω;» — Έκαμα τον πεθαμένο και μιλιά δεν έβγαζα από το στόμα μου· — «Μπας και βουβάθηκες, μωρέ, που δε λες τίποτα;» μου κάνει ο Αριστοφά­νης. — «Μπαμπάκα μου, του λέω, οι απογόνοι σας, όταν πολεμούνε, είναι θεριά και δεν είναι άθρωπος στον κόσμο να βγει μ’ αφτούς· όταν πιάσουνε κοντύλι να γράφουνε... τό­τες... τότες... είναι και τότες θεριά.» Χαμογελάσανε οι Αρχαίοι με πολλή καλοσύνη· — «Είσαι ακόμη παιδί και δεν έμαθες να φαίνεσαι μεγαλόκαρδος με τους αθρώπους. Το παραμικρό λάθος δεν το συχωρνάς και κανένα δε σου ξεφέβγει. Ίσως πάλε γνωρίζεις τόσο καλά τα ψεγάδια του Ρωμιού, γιατί τα ’χεις εσύ ο ίδιος· αφού κατατρέχεις τόσο πολύ μερικές του ιδέες, θα πει πως τις είχες πρώτα και συ. Εμείς, είμαστε γέροι· κρίνουμε πιο ήσυχα, πιο σωστά. Με μιας η Ρώμη δεν έγινε Ρώμη, λέγανε κι οι γειτόνοι μας. Κάθε πράμα θέλει καιρό. Μη φοβάσαι· οι δασκάλοι αιώνιοι δεν είναι και θα τελειώσει μια μέρα το κακό. Να τους λες περαστικά, όταν τους ακούς. Τι τάχα; Νομίζεις πως και μεις δεν έχουμε την έννοια σας; Όλα θα τα σιάξει ο καιρός. Εδώ που μας βλέπεις, ερχούμαστε συχνά και κοιτάζουμε κάτω να διούμε αν άξαφνα δε φανεί κανένας που να μοιάζει τους ξένους εκεί­νους, που να μοιάζει και μας. Κάπου κλαίμε που δεν έρχεται κανείς. Ο Εβριπίδης, με τη μελαχολική του ψυχή, παρη­γοριά δεν έχει. Ποιος θα μας μιμηθεί μια μέρα; Ό,τι κά­μαμε στον καιρό μας, ποιος θα το ξανακάμει στο δικό σας; Ποιος θα μιλήσει γλώσσα ζωντανή σαν τη γλώσσα που μι­λούμε σήμερα και μεις οι ίδιοι, για να μη φαίνεται πως κό­πηκε η σειρά και πως δεν υπάρχει πια ελληνική φιλολογία;
Ίσως πάλε φταίμε μεις, που δεν έγινε τίποτα ίσα με τώ­ρα. Ξέρεις τι θα πει, ένας λαός να μας έχει προγόνους; Ξέρεις τι βάρος είμαστε; Για κοίταξε την Ακρόπολη καλά· στέκε­ται ίσια ίσια απάνω από την Αθήνα, σα να είναι έτοιμη να πέσει και να την πλακώσει. Τέτοια τύχη έχουνε κι οι δικοί μας· η αρχαία δόξα όλο πάει να τους πλακώσει. Τα καημένα μας τα παιδιά! Να τα λυπάσαι και να τ’ αγαπάς! Ό,τι μπο­ρούνε το κάνουνε. Όλο γράφουνε μέρα νύχτα. Διες ο Θανά­σης πόσο κοπιάζει! Διες το Μαστρογιάννη πόσο ιδρώνει! Μού­σκεψε ως και το χαρτί όπου γράφει. Είναι φυσικό να μας μιμιούνται και να θαρρούνε πως το κατορθώνουνε, κλέφτοντας τη μια λέξη και την άλλη. Είναι αλήθεια πως δεν κλέφταμε τίποτις εμείς κι έτσι δε μας μιμιούνται σωστά. Τι να γίνει; Κάνουνε τους άντρες, σαν τα παιδάκια που παίζουνε και τους διασκεδάζει το παιχνίδι.
Μάς διασκεδάζει και μας. Όλο να χολοσκάνει κανείς δεν αξίζει! Θα το μάθεις και συ κατόπι, άμα γεράσεις. Βάλε που είμαστε και πεθαμένοι. Δεν έχεις ιδέα τι βαρετό, τι μονό­τονο πράμα που είναι ο θάνατος! Όσο μπορεί κανείς, πρέπει να παίρνει το θάνατο λαφριά. Η καθαρέβουσα έχει τα καλά της· να διεις που κάπου κάπου, όταν τύχει και μας πιάσει σταναχώρια, τη φέρνουμε απάνω στην Ακρόπολη και το γλεντίζουμε μια μορφιά.»
Αλήθεια, μόλις το είπανε κι ήρθε τρεχάτα ίσα με το μέ­ρος όπου καθόντανε οι Αρχαίοι, ένα παιδί ασπροντυμένο· έφερνε μέσα στην ποδιά του ένα σωρό φημερίδες και βιβλία· από πίσω του ερχόντανε όσοι είχανε γράψει τα βιβλία κι όσοι γεμίζανε κάθε μέρα τα δημόσια φύλλα. Βρέθηκα και γω μέσα σ’ αφτούς. Είδα πια τότες μια ομηρική σκηνή. Αμέσως κατεβήκανε από τον Παρθενώνα τους οι Αρχαίοι και κάτσανε όλοι με την αράδα στου Διόνυσου το θέατρο. Μου φανήκανε πιο μεγάλοι, πιο αρχαίοι παρά ποτές· έλεγα πως έβλεπα τους τρομερούς θεούς στον Όλυμπο καθισμένους. Βάζανε τον κα­θένα να διαβάσει όσα είχε γραμμένα ή σε βιβλίο ή σε καμιά φημερίδα. Φαίνεται πως τέτοια συνήθεια είχανε οι Αρχαίοι και πως μια φορά το χρόνο φέρνανε τους ομογενείς στο Διο­νύσιο, που δε βρίσκεται τόσο αψηλά και που δε μοιάζει να είναι τόσο αρχαίο σαν τον Παρθενώνα. Έβγαινε στη μέση ο καθένας με το βιβλίο στο χέρι, κι αρχινούσε να διαβάζει· τι να κάμεις όταν τέτοιοι αθρώποι σε προστάζουνε; Άμα πέ­ρασε το πρώτο του κατεβατό ο πρώτος που έπρεπε να διαβάσει, τους άκουσα και πάτησαν ένα γέλιο, που κόντεψε τόντις η Ακρόπολη να πλακώσει την Αθήνα. Τα χρειάστηκα κι έφυγα μάνι μάνι, να μη με βάλουνε και μένα στη μέση. Είναι ώρες που πολύ πολύ δε μ’ αρέσουνε οι Αρχαίοι! Νόμιζα πως έβλεπα, στον Όλυμπο απάνω, τους αθάνατους θεούς να ξεκαρδίζουνται από τα γέλια, όσο τους κερνούσε κουτσαί­νοντας ο Ήφαιστος.


Απόσπασμα από το έργο του Γιάννη Ψυχάρη με τιτλο ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ